Που δε βλέπει καλά ή καθόλου, με μεγάλη μυωπία ή τυφλός.
Λάκης: Πού ν'τη ρε; Σάκης: Να ρε εκεί... Λάκης: Πού μωρέ; Σάκης: Εκεί ρε, εκεί... Λάκης: Δεν τη βλέπω, πού...;
Ο Λάκης είναι τυφλοτσόγκας.
Got a better definition? Add it!
Published 2006-08-19 07:50:47+00:00 Last modified 2015-05-07 20:06:18+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.