SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition
  1. SLANG.gr
  2. Lemmas
  3. Definitions
  4. 1 definition for γλειφοπούτσι

γλειφοπούτσι

Η πίπα, το τσιμπούκι, η πεολειχία.

Η Σοφία έχει περίοδο και με έχει ταράξει στα γλειφοπούτσια.

(από Cunning Linguist, 01/04/08)Και το κομμάτι ολόκληρο με συγχορδίες για το καλοκαίρι στην παραλία! :) (από Cunning Linguist, 23/04/09)

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος

Got a better definition? Add it!

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: λεξιπλασία
  • πρόστυχο
  • σεξουαλικό
  • χαρακτηρισμός κατάστασης

Published 2008-03-07 14:05:49+00:00
Last modified 2011-09-14 09:45:49+00:00

bellinelli

bellinelli

  • 31
  • 4
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.