Λαμπτήρ χαμηλής εντάσεως που ανάβει τα βράδια σε θαλάμους στρατοπέδων, χρώματος κόκκινου και έτσι συνειρμικά πήρε και το όνομα του (αν είναι άλλο χρώμα δεν έγινε και τίποτα).

Χρησιμοποιείται για να ετοιμάζονται οι σκοποί χωρίς να ανάβουν τα φώτα του θαλάμου, να πηγαίνουν για κατούρημα οι κοιμισμένοι και για να μην κουτουλάει στα κρεβάτια ο θαλαμοφύλαξ.

Παλιός: Σβήσε ρε πüστόνεο τα γαμοφώτα!
Πüστόνεο: Εε...και τον πουτανιάρη;
Παλιός: ...Είσαι μαλάκας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που κοιτάει πολλές, αλλά δεν παίρνει τελικά καμία. Χρησιμοποιείται κυρίως για ειρωνεία.

  2. Με κυριολεκτική σημασία είναι αυτός που πηγαίνει με πουτάνες ή πάει σε μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα.

  1. - Ωχ μαλάκα, κοίτα αυτή την γκόμενα ρε. - Άντε, όρμα!!! - Μπα... Βαριέμαι! - Α ρε πουτανιάρη...

  2. - Μαλάκα, ο Γιώργος πάει συνέχεια σε μπουρδέλα. - Α, τον πουτανιάρη!

Βλέπε και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified