Όνομα παιχνιδιού που παιζόταν τη δεκαετία του 60 στην Αθήνα. Ήταν κάπως σαν κρυφτό και πόλεμος. Αν έλεγες πρώτος στον άλλο «στάκαμαν» τον είχες στακαμανίσει και έβγαινε από το παιχνίδι. Φυσικά τα παιχνίδια τελείωναν πάντα με γενικευμένα επεισόδια.

- Στάκαμαν!
- Στάκαμαν!
- Εγώ σε στακαμάνισα πρώτος! Και ακολουθούσαν καρπαζιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προστακτική έκφραση που σημαίνει στάσου ακίνητος και που πιθανόν προέρχεται από την εγγλέζικη φράση stick (th)'em up (=ψηλά τα χέρια). Λιγότερο πιθανό είναι να προέρχεται από τις λέξεις στάκα (=στάσου) + man.

ΣΤΑΚΑΜΑΝ: Τίτλος ταινίας του Αντώνη Καφετζόπουλου.

Στάκαμαν σου λέω να σου εξηγήσω, μην φεύγεις!

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified