Σκύλος στὰ καλιαρντά.

Σὲ πολλὲς περιπτώσεις γιὰ τὴν ἴδια βασικὴ ἔννοια χρησιμοποιοῦνται στὰ καλιαρντὰ διαφορετικὲς λέξεις, ἀναλόγως μὲ κάποια ἰδιαιτερότητα. Ἐν προκειμένῳ λυσσαγμάν λέγεται ὁ σκύλος ποὺ γαυγίζει, ὁ λυσσάρης (καὶ ὄχι ὁ λυσσασμένος) σκύλος.

Προέρχεται ἀπὸ τὴ λύσσα μὲ τὴν ψευτογαλλικὴ κατάληξι –μαν (< -ment).

Ἄλλες ὀνομασίες εἶναι:

  • Γουγουλφάκης, κατὰ χαϊδευτικὴν παρομοίωσιν μὲ τὸν γλυκούλη λύκο, σύμφωνα μὲ τὸ σχῆμα wolf > γούλφης > γουγούλφης > γουγουλφάκης. Γούλφης σημαίνει λύκος (οὐδέτερα, ὡς ζωϊκὸ εἶδος), μὲ ἀναδιπλασιασμὸ καθίσταται προσωποποιημένος λύκος τοῦ παραμυθιοῦ, ἐνῷ μὲ τὴν καλιαρντὴ κατάληξι –άκης μεταλλάσσεται σὲ σκύλο.
  • Ἀγριογουγούλφης λέγεται ὁ ἀγριόσκυλος.
  • Φιντέλης, μὲ ἔμφασι στὴ σχέσι ἀδιαπραγμάτευτης πίστεως τοῦ σκύλου πρὸς τὸ ἀφεντικό του. Ἀπὸ τὸ φιντέλης > φιντελάκης > -λάκης > Λάκης αἰτιολογεῖται καὶ τὸ παλαιότερα συνηθιζόμενο ὄνομα, ποὺ ἔδιναν οἱ ἀδελφὲς τῆς «καλῆς κοινωνίας» στὰ κανίς, πούντλ, πομεράνιαν, τσιουάουα κλπ ἀνθυποράτσες σκύλου ποὺ ἔσερναν κοντά τους. Στὸ κράξιμο ποὺ ἔπεφτε ἀπὸ τὴ μαρίδα στὸ σοκάκι εἶχε μέρισμα καὶ ὁ παντέρμος ὁ σκύλος, διότι τὸν ἀποκαλοῦσε ὁ ἔνας Ψοφίξ, ὁ ἄλλος Λυσσάξ, ἐνῷ κάποιος τοῦ ‘ριχνε καὶ κανὰ κλωτσίδι.
  • Γουγούμης, ποὺ εἶναι κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἠχομιμητικὸ γιὰ μιὰ ἐκδοχὴ τῆς σκυλίσιας φωνῆς (γούου-γούου), μιᾶς καὶ τὸ γαβγάβης θὰ ἦταν κακόηχο καὶ ὑπὲρ τὸ δέον νατουραλιστικό.

Καὶ μιὰ πουτάνα φέραμε, τὸ γάβγισμα λέγεται γουλφομπεναβία < γουλφομπενάβω, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ μαντὰμ μπεναβία (βλ. παράδειγμα λήμματος σὶκ ρανζὲ ὀριεντάλ).

  1. - Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.
    - Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω τζαστιραχοσεκέρι.
    Τουτέστιν:
    - Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)
    - Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα.
  2. (Λέει ἡ Γκρέτα δυνατὰ στὸ μισοριξιὰΨοφίξ)
    - Λάκη, γάβγισε τὸν κύριο (ἐννοοῦσε τὸν Ἀλβανό, ποὺ δὲ μάσαγε), νὰ πιάσουμε παρτίδες!

Τσου ρε φιντελάκη! (από Khan, 27/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκύλος, στα καλιαρντά (προφέρεται με γαλλική προφορά).

- Σαν λυσσαγμάν κάνεις, έτσι που φωνάζεις!

%

Ο σκύλος λέγεται επίσης στα καλιαρντά γουγουλφάκης, γουγούμης και φιντέλης.

Άβελε τούλα καλιαρντό λυσσαγμάν! (= Βγάλε τον σκασμό παλιόσκυλο!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified