Η λέξη σημαίνει κύριος, και χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια επειδή ομοιάζει ηχητικά.

Συνώνυμο: κυριλέ

Ο Κύριλλος ήταν μοναχός που μαζί με τον αδερφό του Μεθόδιο διέδωσαν τον χριστιανισμό στους Σλάβους και δημιούργησαν την σλαβική γραφή.

- Η Μαρία με έφτυσε, αλλά εγώ στάθηκα Κύριλλος.

- Άσ' τα σήμερα ντύθηκα αναγκαστικά Κύριλλος... Ο αδερφός μου παντρεύεται, γι' αυτό φόρεσα κοστούμι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified