Εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, μένω με το στόμα ανοιχτό.
Εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, μένω με το στόμα ανοιχτό.
Βλ. και παθαίνω πλάκα, μένω κάγκελο / καγκελώνω, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω παγωτό, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified