Χρησιμοποιείται για να δηλώσει έλλειψη οργάνωσης και συγκέντρωσης σε κάποιο χώρο (συνήθως εργασίας).
- Έχουν βαρέσει διάλυση στην πολεοδομία, πήγα να κάνω τα χαρτιά μου και δεν έβρισκα τους μισούς υπαλλήλους που με παρέπεμπαν να δω!
- Δημόσιο, τι περιμένεις...
Έχει διάφορες αρνητικές σημασίες όπως: είμαι κουρασμένος, βρίσκομαι σε χαώδη κατάσταση, είμαι λιώμα, είμαι κομμάτια, δεν την παλεύω.
- Από τις έξι το πρωί είμαι στο πόδι κι έχω βαρέσει διάλυση...
- Πήγα προχθές στο σπίτι του Τάσου και μιλάμε ήταν σαν βομβαρδισμένο! Μέχρι και τα άδεια κουτάκια μπύρας που πίναμε πριν ένα μήνα βρήκα!
- Έχει βαρέσει διάλυση ο τύπος, έτσι;
- Έλα, πάμε για ένα ποτάκι ακόμα!
- Άσε με ρε μαλάκα, από το πρωί πίνουμε, έχω βαρέσει διάλυση! Πάω σπίτι να πιω το γαλατάκι μου και να την πέσω για ύπνο...