Η λέξη μαζεύω προέρχεται από το αρχαίο ὁμαδεύω, δηλαδή συγκεντρώνω. Βάζοντας την λέξη «τις» μπροστά, εννοούμε πως μαζεύουμε φάπες, κλωτσιές, μπουνιές, μάπες κ.ο.κ. - που είναι όλα θηλυκού γένους, όπως λ.χ. η κλωτσοπατινάδα. Ωστόσο η φράση «τις μαζεύω» συνδυάζεται και με λέξεις που ανήκουν σε άλλο γένος (πχ «κουτουλίδι» βλ. παράδειγμα).

- Ο νεοναζί τις μάζεψε τελικά.
- Σοβαρά; Τι έγινε δηλαδή;
- Την ώρα που τραμπούκιζε έναν πακιστανό στα φανάρια, βγήκε ένας οδηγός και τον άρχισε στα κουτουλίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω ξύλο. Με την αντωνυμία τις εννοούνται οι σφαλιάρες.

  1. - Τι γίνεται ρε; Πέφτει ξύλο; Πάμε να δούμε τι γίνεται!
    - Τι λες ρε, για να τις μαζέψουμε κι εμείς; Κάτσε στ' αυγά σου!

  2. - Αυτή η διαχειρίστρια χτύπησε το θυροτηλέφωνο πρωί πρωί και έδινε εντολές πάλι...
    - Πάλι καλά που δεν με ξύπνησε, γιατί θα κατέβαινα κάτω και θα μάζευε καμία... Άχτι την έχω την τρελή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified