Μένω άναυδος / άφωνος / ενεός.
Κι εκεί που καθόμασταν ωραία και καλά γυρνάει και μου λέει ότι έχει φάει κόλλημα μαζί μου και μένω καρότο.
Μένω άναυδος / άφωνος / ενεός.
Κι εκεί που καθόμασταν ωραία και καλά γυρνάει και μου λέει ότι έχει φάει κόλλημα μαζί μου και μένω καρότο.
Βλ. και παθαίνω πλάκα, μένω κάγκελο / καγκελώνω, μένω κούκλα, μένω μαλάκας, μένω παγωτό, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!