Με την γνωστή ευαισθησία με την οποίαν η γλώσσα αντιμετωπίζει τους εναλλακτικά ικανούς, η λέξη κουφαηδόνα χαρακτηρίζει έναν τύπο διαφορετικά οξυήκοου ανθρώπου. Δεν είναι ότι δεν ακούει - απλώς, ακούει αλλιώς και, πιο συγκεκριμένα, ακούει άλλα απ' αυτά που του λέμε. Όμως - επειδή, ίσως, δεν θέλει να παραδεχθεί ότι έχει κάποιο πρόβλημα ακοής - απτόητος απαντά σε αυτό που νομίζει ότι είπαμε, και μάλιστα δια μακρών. Δηλαδή, κελαϊδάει σαν αηδόνι. ΟΚ, κουφό αηδόνι - και ποιός μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν υπάρχουν;

Για κάποιο λόγο, η λέξη κουφαηδόνα είναι ηπιότερη από τη λέξη κουφάλογο.

Απαντάται και ως κουφαηδόνι.

- Καλά, ο θείος ο Νίκος είναι και η πρώτη κουφαηδόνα ... «Πάμε αύριο για μύδια» του λέω ... «γιατί βρίζεις, παιδί μου;» απαντάει. «Δεν υπάρχει λόγος να μεταχειρίζεσαι τέτοιες λέξεις, ειδικά στους μεγαλυτέρους σου». Και λέει και λέει και λέει και μου πήρε κάνα πεντάλεπτο να καταλάβω ... διότι, με τι μοιάζουν τα μύδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified