Βλάκας. Ειδικότερα, χοντροκέφαλος αλλά και αγαθιάρης, αργόστροφος, αυτός που τα πιάνει δύσκολα αλλά παρόλ' αυτά επιμένει.

Ο Μπόζο ήταν κλόουν. Ο οποίος μετά διαφήμιζε γαριδάκια.

«... τωρα ολα τα παιδακια τρωνε Μποζο γαριδακια...»

Και επ' ουδενί έχει σχέση με τον υποψήφιο δήμαρχο του ΠΑΣΟΚ στην Κηφισιά Πάνο Μπόζο.

Μπόζος στα αρβανίτικα θα πει βαρελάς. Επίσης καμία σχέση.

Σχετικά λήμματα: βλήμαντρο, μυγοχάφτης

  1. - Καλά, μα τι μπόζος είσαι ρε αδερφάκι μου ... σαράντα φορές στό 'χω πει ... αν δεν έχεις επαφή στο τρίτο φύλο, πάσο ...

  2. Ο Μπρουναμόντι είναι μέγας μπόζος και το όνομά του πρέπει να αλλάξει από ρομπέρτο σε τ-ρομπέρτο... (Από το site του Roma Club Grecia)

(από poniroskylo, 06/05/08)(από poniroskylo, 06/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified