Τόπος εργασίας, ο οποίος δεν υπάρχει. Κάποιος τον δηλώνει διότι πιθανότατα βαριέται να δουλέψει κι όχι γιατί δεν βρίσκει. Μόνο κουλ τύποι μπορούν να το ξεστομίσουν.

- Τί κάνεις αυτόν τον καιρό;
- Δουλεύω!
- Αλήθεια; Πού;
- Στου Ξαπλόπουλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified