Σεξουαλική επαφή, περίπτυξη σε συνουσία.

  1. Αυτή η γκόμενα κουτουπώθηκε με αυτόν τον τύπο.

  2. Πήγαν σπίτι μαζί και κουτουπωθήκανε.

  3. Την κουτούπωσε και μετά την παράτησε/πέταξε σα στιμμένη λεμονόκουπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified