Σεξουαλική επαφή, περίπτυξη σε συνουσία.
Αυτή η γκόμενα κουτουπώθηκε με αυτόν τον τύπο.
Πήγαν σπίτι μαζί και κουτουπωθήκανε.
Την κουτούπωσε και μετά την παράτησε/πέταξε σα στιμμένη λεμονόκουπα.
Σεξουαλική επαφή, περίπτυξη σε συνουσία.
Αυτή η γκόμενα κουτουπώθηκε με αυτόν τον τύπο.
Πήγαν σπίτι μαζί και κουτουπωθήκανε.
Την κουτούπωσε και μετά την παράτησε/πέταξε σα στιμμένη λεμονόκουπα.
Got a better definition? Add it!