Μια έκφραση βγαλμένη από τη στρατιωτική ζωή.
Συνηθίζεται από παλιούς φαντάρους που μετρούν λίγες μέρες για να απολυθούν.
Εφαρμογή: Ο παλιός, κυκλοφορώντας στο στρατόπεδο, χύμα σε κατάσταση διάλυσης και αποσύνθεσης, και βλέποντας νέους γυαλισμένους, κομβιωμένους, ξυρισμένους, πετάει τη συγκεκριμένη ατάκα.
Συνέπειες: O παλιός καβλώνει στο άκουσμά της, ενώ παράλληλα η εκφορά της αφήνει έκθαμβους τους νέους, που λες και αντικρίζουν ποιος ξέρει τι; Η ατάκα αυτή ψαρώνει και λυπεί τους νέους αφού εκείνοι έχουν κάτι καντάρια μέρες για να απολυθούν.
Έτσι ο παλιός συνειδητοποιεί καλύτερα ότι σε λίγο τερματίζει τη στρατιωτική ζωή.
Διαχρονικότητα: Η ατάκα είχε μεγαλύτερο νόημα παλιότερα, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αλλά επειδή όλα στο μυαλό παίζονται ακόμα και τώρα, η διάρκεια της θητείας, σε αρκετούς φαντάζει αιώνας. Οπότε η ατάκα έχει διαχρονική αξία.
O πάλιουρας που μετρά δέκα μέρες για να απολυθεί, περπατά αργά αργά στο στρατόπεδο σε κατάσταση διάλυσης. Δεν φοράει τζόκεϊ, έχει ξεκούμπωτο χιτώνιο, το οποίο είναι πενταβρώμικο, φοράει σαγιονάρες και έχει μια έντονη δόση βαρεμάρας σε όλες τις αντιδράσεις του. Στο διάβα του συναντά ένα κοπάδι νέους που η αμφίεση τους είναι απολύτως σύμφωνη με τις προδιαγραφές. Ο παλιός βλέπει τον πιο ψαρωμένο και του πετάει, έχοντας ειρωνεία στο βλέμμα: «Περπατώ και διαλύομαι. Λες να απολύομαι;»