Κυριολεκτικά, πρόκειται για το πέος στα μπεμπεκίστικα.

Η λέξη εμφανίζεται επίσης ως τσουτσούνα, και τσουτσού. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Το τσουτσούνι μου είναι εμετικά μικρό. Ένας απίστευτος γιγαντιαίος νάνος. Είναι τόσο μικρό που κάνει την Macintosh να ντρέπεται για το μέγεθος του ipoD. Πραγματικά και με το χέρι στην καρδιά πρέπει να σας ομολογήσω το ανομολόγητο. Έχω μικρό τσουτσούνι. (Από Blog)

(από xalikoutis, 25/05/14)

Βλέπε και πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified