Κάποιες φορές χρησιμοποιείται και ως κωλοπετσώτρα. Αν και είναι τριγενές, τις περισσότερες φορές αποδίδεται σε γυναίκα. Αναφέρεται σε άτομο γένους θηλυκού, εξαιρετικά έξυπνο και ικανό να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει με καπατσοσύνη. Σύνθετο επίθετο, από το ουσιαστικό κώλος και το ρήμα πετσώνω.

- Η θεία κατάφερε να πάρει το χωράφι στο Πανόραμα: χθες με πήρε η γιαγιά και μου το είπε.
- Έγινε ακριβώς αυτό που περίμενα. Δεν είχα αμφιβολίες ότι η κωλοπετσωμένη θα πετύχει αυτό που διεκδικούσε χρόνια. Το κυνήγησε εξάλλου με σθένος και επιμονή.

Καπάτσα, καπάτσα, έφαγε την χλαπάτσα. (από Galadriel, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified