Παλαμοστέλιαρο -το λέει η ίδια η λέξη- είναι το «στελιάρι» της «παλάμης».

Στελιάρι λέμε το στρογγυλό, λείο, μακρύ, ξύλινο (συνήθως) κοντάρι κάθε εργαλείου (του κασμά, της τσάπας, της αξίνας, του φτυαριού κλπ). Το φτυάρι στη Κρήτη λέγεται και «παλάμη» (η).

Άρα «παλαμοστέλιαρο» είναι το στελιάρι της παλάμης (και μην ακούω ανοησίες)! Καμία σχέση με παλαμάρι.

Μπαίνεις σε κατάστημα εργαλείων στη Κρήτη και ζητάς :
- Ένα παλαμοστέλιαρο παρακαλώ.
και αμέσως σου δίνουν ένα στελιάρι του φτιαριού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που εκπροσωπεί το μακρύ και χοντρό παπάρι.

Παλαμάρι = το σχοινί που χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες για να δένουν τις βαρκές - εξαιρετικά μακρύ.

Στελιάρι = το ξύλινο μέρος των εργαλείων χειρωνακτικής εργασίας (τσάπα, τσουγκράνα, κασμάς) - εξαιρετικά χοντρό.

- Έχω κόψει τις πολλές τσόντες γιατί βλέπω τους πορνοσταράδες με τα 30-ποντα παλαμοστέλιαρα και κομπλάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified