Η σχισμή του κώλου όταν αυτή εξέχει από μισοκατεβασμένο παντελόνι και εμπνέει για την κλασική φάρσα «κάρφωμα-μολυβιού-ανάμεσα-στα-κωλομάγουλα».

- Τον μαλάκα τον Γιάννη, πάλι ξέχασε να βάλει ζώνη.
- Και δεν χαίρεσαι ρε μαλάκα; Βρήκαμε μολυβοθήκη!

(από Galadriel, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα μιλάει από μόνο του. Η ατάκα αυτή λέγεται όταν περνάνε πλούσιοι γέροι ή μαμόθρεφτα με αμαξάρες, και σαν να μην έφτανε αυτό, μέσα τους έχουν για συνοδηγό δίμετρες κουκλάρες.

Περνάει πουρό με mercenta μαύρη με φιμέ, ανοίγουν οι πόρτες και κατεβαίνει μια υπερμουνάρα:
— Α ρε Μπάμπη τον τυχερό τι γαμάει!
— Άσε μας ρε Λάκη. Αφού σ' το 'χω πει: Τα μουνιά και τα μοτέρια βρίσκονται σε λάθος χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικό ρητό, το οποίο λέγεται όταν φτάσει κάποιος στην απόλυτη βαρεμάρα, έτσι ώστε να εύχεται να ήταν βράδυ για να πάει για ύπνο (να «θέσει» που λέμε στην Κρήτη).

- Άντε και πάμε και για 6ο φραπέ ρε φιλαράκι. Μετά;;;
- Δεν ξέρω ρε συ. Πω ρε πούστη, να 'ταν αργά να θέσουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ύμνος του τεμπέλη.

Θέλει να τονίσει το πόσο υπερτερεί η οριζόντια θέση σε σχέση με την καθιστή, όσον αφορά στην ξεκούραση και το ραχάτι.

Αποκτά ιδιαίτερη αξία, όταν ο εν λόγω τεμπέλης την ξεστομίζει βαρεμένα μετακινούμενος από τον καναπέ στο κρεβάτι.

- Πω ρε φίλε, κάθομαι τόση ώρα στον καναπέ και πάλι νιώθω σαν να έχω σκάψει δύο στρέμματα χωράφια. Θα πάω να την πέσω λίγο.
- Εμ, αδερφέ μου, καλό το καθισιό, αλλά σαν την ξάπλα δεν έχει.

(από vip, 20/03/09)

Βλέπε και ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί και για τις δημόσιες τουαλέτες.

- Πω μαλάκα με πιασε τώρα ένα κόψιμο, κοντεύω να χεστώ πάνω μου.
- Μην σκας ρε... Έχει δημόσιες χέσεις πιο κάτω να ξεκωλιαστείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που εκπροσωπεί το μακρύ και χοντρό παπάρι.

Παλαμάρι = το σχοινί που χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες για να δένουν τις βαρκές - εξαιρετικά μακρύ.

Στελιάρι = το ξύλινο μέρος των εργαλείων χειρωνακτικής εργασίας (τσάπα, τσουγκράνα, κασμάς) - εξαιρετικά χοντρό.

- Έχω κόψει τις πολλές τσόντες γιατί βλέπω τους πορνοσταράδες με τα 30-ποντα παλαμοστέλιαρα και κομπλάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούνε οι μουσικοί για το πάλκο. Είναι αυτοσαρκαστικό αφού στα πατάρια πετάμε ό,τι άχρηστο έχουμε να μην πιάνουν τόπο.

Μπουζουξής: «Α ρε πούστη ζημιά που θα σου κάνω πάνω στο πατάρι! Δεν θα σταυρώνεις πλήχτρο με τις μαλακίες που θα σου λέω!»

Πληκτράς: «Κάτσε καλά ρε Λάκη να βάλουμε καμιά δραχμή στην τζέπη και άσε τις γροθιές.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified