Κυριολεκτικά, δέρμα μοσχαριού ειδικά κατεργασμένου και κατάλληλου για την κατασκευή παπουτσιών.

Σε τρέχουσα χρήση, απαντάται αποκλειστικά σχεδόν στις φράσεις κάνω (κάποιον) τελατίνι ή γίνομαι τελατίνι. Κάποιος γίνεται, ή τον κάνουν, τελατίνι από άγριο ξύλο ή από εξάντληση - και η εξάντληση μπορεί να προέρχεται από πείνα, από κούραση ή και από σεξ.

Πώς κολλάνε όλα αυτά με το μοσχάρι και το πετσί του; Την απάντηση δίνει η προέλευση της λέξης. Και ο Μπαμπινιώτης και το Ιδρυμα Τριανταφυλλίδη ετυμολογούν - σωστά - το τελατίνι από την τούρκικη λέξη telâtin. Στα Τούρκικα, telâtin σημαίνει επίσης μικρό μοσχάρι και το δέρμα του μικρού μοσχαριού αλλά είναι δάνειο από τα Ρώσικα και αναφέρεται πιο συγκεκριμένα στο λεγόμενο «ρώσικο δέρμα» - ένα είδος δέρματος με το χαρακτηριστικό χρώμα του κόκκινου κεχριμπαριού που φημίζεται για το πόσο μαλακό είναι. Έτσι, το με κάνουν τελατίνι ή γίνομαι τελατίνι σημαίνει ότι έχω φάει τόσο ξύλο που το πετσί μου έχει μαλακώσει ή ότι έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που κοντεύω να λιώσω.

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Το ρώσικο δέρμα έχει επίσης μια πολύ χαρακτηριστική μυρωδιά που έχει περιγραφεί ως μείγμα βανίλιας και μαύρου τσαγιού. Το σαπούνι «Imperial Leather» λεγόταν αρχικά «Imperial Russian Leather».

- Τι έγινε ο Περικλής ... δεν φάνηκε απόψε ...
- Άσε, τον έπιασε η μέση του ... αλφάδι στο πάτωμα είναι από χτες ... ας όψεται η Λίλιαν ...
- Η Λίλιαν; Τι, η Λίλιαν; Ποια Λίλιαν; Όχι Η Λίλιαν ...
- Ναι, ναι, η Λίλιαν, όπως το είπες με το Η κεφαλαίο ... τούκατσε επιτέλους ... και, φυσικά, τον ξετίναξε ... τελατίνι τον έκανε ...
- Εμ, έτσι είναι ... τι τόθελε το αμαρτωλό ο πουρέιντζερ;

Το "π" δεν προφέρεται στα Ρώσικα (από Vrastaman, 08/11/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα ταλατίνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified