Ο άντρας (ή με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που διαθέτει ψωλή). Συνηθίζεται να το λέμε στον πληθυντικό για μια αντροπαρέα (ψωλαρέοι), υποδηλώνοντας την έλλειψη γυναικείας παρουσίας.

- Ρε συ δυστυχώς η Δέσποινα έχει κανονίσει κάτι και δε θα μπορέσει να έρθει απόψε.
- Πω ρε μαλάκα, πάλι όλο ψωλαρέοι θα είμαστε;

Σχετικά λήμματα με τον πληθυντικό (ψωλαρέοι) είναι και τα αρχιδόκαμπος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, ψωλαρία, πουτσαρία και αρχιδαριό, πουτσοπανήγυρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified