Ο άντρας (ή με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που διαθέτει ψωλή). Συνηθίζεται να το λέμε στον πληθυντικό για μια αντροπαρέα (ψωλαρέοι), υποδηλώνοντας την έλλειψη γυναικείας παρουσίας.
- Ρε συ δυστυχώς η Δέσποινα έχει κανονίσει κάτι και δε θα μπορέσει να έρθει απόψε.
- Πω ρε μαλάκα, πάλι όλο ψωλαρέοι θα είμαστε;