Ουσιαστικό που φανερώνει την επικριτική στάση του υποκειμένου για την κατάσταση της συμπεριφοράς του αντικειμένου, μία κατάσταση στην οποία βρίσκονται άτομα των οποίων οι πράξεις δεν λογαριάζουν κάποιες άγραφες κοινωνικές συμβάσεις της πιάτσας ή μιας συγκεκριμένης ομάδας.

- Καλά μαλάκα, ο Νίκος γάμησε τη Γιωργία!
- Ποια Γιωργία ρε μαλάκα, τη φάλαινα;
- Χε, χε, χε... ναι!
- Αυτό το παιδί πάντα το διέκρινε ένας οτινανισμός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το λέμε όταν κάποιος κάνει άσχετα πράγματα και γενικώς κάνει ό,τι να 'ναι, αρκεί να 'ναι!

- Φίλε Νίκο εμένα που με βλέπεις μου αρέσει η μέταλ μουσική, ντύνομαι σαν τρέντουλο και κάνω γκραφίτι (που κάνουν οι χιπ-χοπάδες).
- Αα... καλά... ο ο,τινανισμός σε όλο του το μεγαλείο!

Τα κυριολεκτικώς ο,τι-νανιστικά τακούνια της Φανής Σπυριδάκη, που από αρκετούς θεωρήθηκαν ότι συνάδουν με τον ό,τι νάνε χαρακτήρα του κόμματος "Το Ποτάμι" που εκπροσωπεί. (από Khan, 07/05/14)Ο,τι-νανισμός στα τακούνια. (από Khan, 07/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified