Ουσιαστικό που φανερώνει την επικριτική στάση του υποκειμένου για την κατάσταση της συμπεριφοράς του αντικειμένου, μία κατάσταση στην οποία βρίσκονται άτομα των οποίων οι πράξεις δεν λογαριάζουν κάποιες άγραφες κοινωνικές συμβάσεις της πιάτσας ή μιας συγκεκριμένης ομάδας.

- Καλά μαλάκα, ο Νίκος γάμησε τη Γιωργία!
- Ποια Γιωργία ρε μαλάκα, τη φάλαινα;
- Χε, χε, χε... ναι!
- Αυτό το παιδί πάντα το διέκρινε ένας οτινανισμός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρούφα ή ρούφα το/τη. Είναι εκδικητικό επιφώνημα που φανερώνει τη χαρά του υποκειμένου για κάτι που έπαθε το αντικείμενο και του άξιζε. Χρησιμοποείται πολύ στα σπορ από φιλάθλους και παίχτες, καθώς και σε περιπτώσεις πολύ πετυχημένης τάπας.

1) Θα χάναμε παλιομαλάκα ε; Ρούφα την τριάρα τώρα. Πονάει, πονάει;

2) Γιώργος: Θα σε γαμήσω...
Θέμης: Καθώς θα μου γλείφεις την πλάτη...
Παρατηρητής: Ρούφα την (τάπα σου) Γιωργάκη και μην πεις κουβέντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιωτικός κουρέας. Χρησιμοποιείται για πολύ κοντά κουρέματα και κουρέματα με ψαλιδιές («έπεσε νίντζα»), καθώς και για να περιγράψει κουρείς που έχουν μια τάση να κοντοκουρεύουν ανεξάρτητα του τι ζητήσεις.

  1. Φαντάρος Α: - Πού πας ρε;
    Φαντάρος Β: - Γάμησε... ο λόχας μ' έστειλε στο νίντζα για να κουρευτώ...

  2. (Ο Γιάννης εμφανίζεται στραβοκουρεμένος στην παρέα του)
    Οι άντρες της παρέας:
    - Έπεσε νίντζα βλέπω...

  3. Γιώργος: - Γιατί τα 'κοψες τόσο κοντά ρε;
    Τάσος:
    - Καλά μαλάκα, ο Μίλτος δεν είναι κομμωτής, νίντζα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψαλιδοχέρης είναι ο άγαρμπος με τα χέρια του, αυτός που δεν μπορεί να πιάσει κάτι καλά και του πέφτει.

Γιώργος: - Ρε Μήτσο, πιάσε μου τ' αλάτι ρε μαλάκα...
Μήτσος στον Νίκο: - Δώσ' του το ρε...
(Ο Νίκος το ρίχνει πάνω στο Γιώργο)
Γιώργος στον Νίκο: - Κάτσε ρε μαλάκα ψαλιδοχέρη. Κώλο μ' έκανες...

Edward Scissorhands, ο Ψαλιδοχέρης (από poniroskylo, 08/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στριμόκωλος χώρος, ένα στριμόκωλο αμάξι κτλ. Πολύ συχνά απαντάται και πιο γενικά «είναι στριμόκωλα (τα πράγματα) εδώ μέσα». Σημαίνει ότι υπάρχει έλλειψη φυσικού χώρου (με αποτέλεσμα να... στριμώχνεται ο κώλος του υποκειμένου) ή όταν κάποιος δεν έχει περιθώρια επιλογών.

  1. - Μαρία, μη μπεις και συ στ' αμάξι, είμαστε στριμόκωλα από μόνοι μας εδώ! Πήγαινε στου Γιάννη.

  2. Φίλος που ανησυχεί: - Τι γίνεται ρε μαλάκα, έμαθα πως η Γιωργία σε απειλεί ότι θα πει στη γκόμενά σου ότι την πήδηξες!
    Φίλος σε στριμοκωλίαση:
    - Γάαμησε φίλε! Πολύ στριμόκωλα τα πράγματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται ως «νάνος - νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να!» Σημαίνει ότι παρόλο που κάποιος είναι κοντός και, ωσεκτουτού, όχι ιδιαίτερα δυνατός και άρα θα έπρεπε να «κάνει την κότα» σε καταστάσεις σύγκρουσης, αυτός δεν «μασάει» και αντιδρά επιθετικά. Το πρώτο μέρος της πρότασης μπορεί ν' αλλάξει κατά την περίσταση. π.χ. «Χαλβάς - χαλβάς, αλλά με...» ή «Μαλάκας - μαλάκας, αλλά με...».

Κοντός πελάτης σε πορτιέρη: - Τι θα γίνει ρε μεγάλε, μια ώρα είμαστε εδώ! Θα μπούμε καμιά φορά;
Πορτιέρης Α: - Γάμησέ μας ρε νάνε βραδυάτικα, που βιάζεσαι κιόλας...
Κοντός πελάτης: (ορμώντας)
- Τι είπες ρε αρχίδι μη σου γαμήσω...
(Αφού τελειώνει το συμβάν)
Άσχετος παρατηρητής σε άσχετο παρατηρητή: - Νάνος - νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να...

O νάνος, έργο του Braccio di Bartolo. (από Khan, 15/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified