Από το «λαχαίνω», σημαίνει κυριολεκτικά «άμα τύχει», πλην σλανγκικώς έχει απωλέσει κάθε ιδιαίτερο νόημα και λέγεται ως ένα πασπαρτού συμπλήρωμα του λόγου, συνοδευόμενο απ' το επίσης πασπαντού ναούμ. Συναγωνίζεται σχεδόν την λέξη μαλάκας σε πολυσημία. Υποθέτω ότι έχει διατηρήσει μια έννοια σχετικά με την τύχη, δηλαδή σημαίνει κάτι σαν «λαμβανομένων όλων των περιστάσεων/τροπών της τύχης» ή «παρά την οποιαδήποτε τροπή της τύχης», ή «σε κάθε τροπή της τύχης», ή «αν έρθει ο κατάλληλος καιρός».

Αποτελεί μέρος και της πλήρους εκφράσεως «και πάσης Ελλάδος άμα λάχει ναούμ'». Συχνά αποτελεί εμφατικό επαίνου, λ.χ. «είσαι και ο πρώτος άμα λάχει ναούμ'», «είσαι και πολύ μεγάλος άμα λάχει ναούμ'», και σπανιότερα βρισιάς «είσαι και πολύ μαλάκας άμα λάχει ναούμ'». Ήταν της μοδός στα '80ς κι έδωσε το όνομά του και σ' ένα καλτ εστιατόριο στην Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια.

(Μετά από διένεξη μεταξύ των φαντάρων για το ποιος θα είναι ο Άη Γιώργης που θα πολεμήσει το θηρίο, ένας φαντάρος αναλαμβάνει):.
-Θα πάω εγώ, μωρέ!
-Είσαι και ο πρώτος άμα λάχει ναούμ'

Οτεγιάννης και και πάσης Ελλάδος άμα λάχει ναούμ'!

Δες και να πούμε, ναούμε, ναούμ', νταξναούμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified