Ανακατεμένο, ίσως αλεσμένο, εντελώς αχταρμάς, όχι όμως όπως πρέπει. Συνήθως αναφέρεται σε φαγητά που καταλήγουν να φαίνονται ότι είναι στόκος για τον τοίχο, αλλά δεν έχουν χάσει απαραίτητα τη γεύση τους.

Υπάρχουν εξαιρέσεις κατά τις οποίες επιδιώκουμε να φέρουμε το φαγητό σε αυτή τη μορφή.

Ο όρος χρησιμοποιείται πολύ από άσχετες με τη γαστρονομική επιστήμη παρουσιάστριες πρωινάδικων, ενώ βοηθάνε τη χοντρή κυρία που ξέρει να μαγειρεύει.

γκόμενα σε πρωινάδικο με τίγκα make up, βαμμένο κόκκινο νυχάκι, πλατινέ μαλλί πλάθει μπιφτέκια -Και τώρα τα ανακατεύω μέχρι να γίνουν όλα νιανιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω λιανά κάτι, το εξηγώ αναλυτικά ώστε να το καταλάβει ο άλλος, ειδικά αν πρόκειται για στόκο. Βλέπε επίσης το κάνω πενηνταράκια. Προέρχεται απ' τον προγενέστερο ορισμό της λέξης «νιανιά», δηλαδή του φαγητού που το αλέθουμε για να το καταπιεί ο άλλος πιο εύκολα.

Την έκφραση χρησιμοποιεί συχνά ο τρισμέγιστος Γιώργος Γεωργίου.

- Γιώργο βλέπεις να κάνουμε τίποτα φέτος στην Ευρώπη;
- Με αυτή την ομάδα; Παπάρια μάντολες.
- Γιατί ρε Γιώργο;
- Για να στο κάνω νιανιά να το καταλάβεις, άμα δεν πάρεις δύο πλάγιους να τρέχουν σα σκυλιά στον ασβέστη, δε πρόκειται να παίξεις μπάλα.

(από HardcoreGR, 06/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified