Το καβαλητό σεξ από την ομώνυμη όπερα. Και λίγο αγροίκο «αγροτικό» σεξ.
Είναι πολύ καλή ψωλίστ στην Καβαλέρια Ρουστικάνα.
Το καβαλητό σεξ από την ομώνυμη όπερα. Και λίγο αγροίκο «αγροτικό» σεξ.
Είναι πολύ καλή ψωλίστ στην Καβαλέρια Ρουστικάνα.
Βλ. σχετικά: καβάλα, Καβαλητός, ο, καβαλάρης, ο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified