Γαμώ γεμίζοντας κοιλότητα. Κυρίως για το στοματικό σεξ. Παρετυμολογείται από το «τσι-μπουκώνω».
Οι Γιαπωνέζοι που παίζανε το μπουκάκι τη μπούκωναν εναλλάξ.
Got a better definition? Add it!
Published 2009-02-05 17:18:24+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.