Γαμώ γεμίζοντας κοιλότητα. Κυρίως για το στοματικό σεξ. Παρετυμολογείται από το «τσι-μπουκώνω».

Οι Γιαπωνέζοι που παίζανε το μπουκάκι τη μπούκωναν εναλλάξ.

Got a better definition? Add it!

Published