1. Κλητική που χρησιμοποιείται για κάποιον με συμπεριφορά μπάρμπα-Μπρίλιου, με την ειδική αλλά και ευρύτερη έννοια.

  2. Επίσης, ως αστεία φιλική προσφώνηση.

  3. Επίσης, ως συνώνυμο του «θεϊκό» κατά την παλαιά σημασία του.

  1. Πού πας ρε θείο με 40 χλμ την ώρα στην αριστερή λωρίδα;

  2. Θείο, τι λήμμα ήταν αυτό που ανέβασες;

  3. Ξάπλωσε το θείο κορμί της στην ξαπλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified