Στάσου, περίμενε.

Στέκα να πάρω τον τραχά και θα δεις τι θα πάθεις ανεπρόκοπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαιρετικά αδύνατη και ψηλή γυναίκα, που είναι συγχρόνως πολύ άχαρη και μοιάζει με στέκα, δηλ. με ξύλινο κοντάρι.

Η μάνα στην κόρη:
- Φάει κάτι, σαν στέκα έχεις καταντήσει!

Got a better definition? Add it!

Published