Ο ταλαίπωρος και αξιολύπητος άνθρωπος, ο κακομοίρης. Λέξη τουρκική (τουρκ. fukara), προελεύσεως αραβικής όμως, που ακούμε συχνά και αποτελεί all time classic. Συχνά απαντάται και υπό μορφή επιθέτου, φουκαριάρης, -α, -ικο.

  1. - Ρε τον φουκαριάρη τι έπαθε... Μόλις πήρε το σπίτι και έχασε τη μάνα του, γάμησε τα...

  2. Απόσπασμα από ανέκδοτο διαδικτύου:

Ένας φουκαράς αποκοιμήθηκε μέρα μεσημέρι στην πλαζ και ο ήλιος τού κατάκαψε τα μπούτια. Τον πάνε στο νοσοκομείο σε κακά χάλια.
Το δέρμα του ήταν κατακόκκινο, γεμάτο φουσκάλες και οτιδήποτε άγγιζαν τα μπούτια του και του προκαλούσε φοβερό πόνο.

  1. Όχι για 'μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου...

Φουκαριάρα μάνα και το Παιδί του Λαού.... (από krepsinis, 17/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified