Ο ταλαίπωρος και αξιολύπητος άνθρωπος, ο κακομοίρης. Λέξη τουρκική (τουρκ. fukara), προελεύσεως αραβικής όμως, που ακούμε συχνά και αποτελεί all time classic. Συχνά απαντάται και υπό μορφή επιθέτου, φουκαριάρης, -α, -ικο.
- Ρε τον φουκαριάρη τι έπαθε... Μόλις πήρε το σπίτι και έχασε τη μάνα του, γάμησε τα...
Απόσπασμα από ανέκδοτο διαδικτύου:
Ένας φουκαράς αποκοιμήθηκε μέρα μεσημέρι στην πλαζ και ο ήλιος τού κατάκαψε τα μπούτια. Τον πάνε στο νοσοκομείο σε κακά χάλια.
Το δέρμα του ήταν κατακόκκινο, γεμάτο φουσκάλες και οτιδήποτε άγγιζαν τα μπούτια του και του προκαλούσε φοβερό πόνο.
- Όχι για 'μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου...