Εφηβική έκφραση για τις σηκωμάρες, τις κάβλες. Ιδίως αυτές που έρχονται ύπουλα και σιωπηλά. Όπως η θάλασσα που δεν βγάζει με μιας άγριο κυματισμό, αλλά αρχίζει με αθόρυβα φουσκώματα.

(δυο πιτσιρικάδες ψιθυρίζουν στο σινεμά, με τα γκομενάκια δίπλα τους)
- Τι έγινε ρε Βαγγέλη; καλή η ταινία;
- Φουσκοθαλασσιές, φουσκοθαλασσιές...
και οι μικρές υποτίθεται ότι δεν καταλαβαίνουν.

Ιζ δατ εϊ τσουνάμι, ορ αρ γιού χάπι του σι μι;; (από Vrastaman, 22/02/09)Φουσκοθαλασσιές (από GATZMAN, 16/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published