Κι αυτή, όπως κι αυτή η ρήση, έχει τη ρίζα της στη βυζαντινή εποχή.

Τότε οι πλούσιοι, επειδή δεν καταδέχονταν να πάνε πεζό δύο στην αγορά για να ψωνίσουν, καβαλούσαν τα άλογα τους και αγόραζαν αυτό που ήθελαν καβάλα, δείχνοντας στον πωλητή κάτι που έβλεπαν απ' το άλογο, χωρίς να μπουν στον κόπο να το διαλέξουν.

Έτσι, οι επιλογές τους ήταν επιλογές για κλάματα. Επιλογές της συμφοράς. Γι΄αυτό κι οι πωλητές, ως γριές πουτάνες, εκμεταλλεύονταν την κατάσταση και ξεφορτώνονταν ό,τι σαβούρα, σκαρταδούρα και πράγματα του σωρού και του πεταματού, αλλά επίσης κι ό,τι ακριβά πράγματα είχαν απούλητα.

Η έννοια δεν έχει αλλάξει σημασία τη σημερινή εποχή κι ο όρος υποδηλώνει την αγορά που γίνεται με πλημμελή ή ανύπαρκτο έλεγχο, μ' αποτέλεσμα αυτό που αγοράζεις να μη θεωρείται καλή αγορά (π.χ.: ακαλαίσθητο, κακής ποιότητας, ακριβό, κ.λπ.).

-Τι πήγες κι αγόρασες εκεί ρε Μήτσο; To 'ψαξες καθόλου ή ψώνισες καβάλα;
-Τι να ψάξω; Δεν είχα χρόνο. Στο πάτ-κιούτ. Γιατί το λες;
-Εμ, μάπα το καρπούζι μωρ' αδερφάκι μου. Κάνει μπαμ από μακρυά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified