Ο γνωστός τενεκές (τουρκ. teneke) το δοχείο από λευκοσίδηρο που χρησιμοποιείται για να μας φέρει ο μπάρμπας το λάδι της χρονιάς από το χωριό ή για δώσουμε εμείς λάδι σε όποιον θέλουμε να μας εξυπηρετήσει παρακάμπτοντας τις χρονοβόρες γραφειοκρατίες, δηλ. το πολύ γνωστό μας λάδωμα. Ένας αγάνωτος τενεκές είναι άχρηστος γιατί ως γνωστόν σκουριάζει. Βάζοντας το πρόθεμα ξε- ως επιτακτικό έχουμε έναν ξεγάνωτο τενεκέ και χρησιμοποιούμε την έκφραση σε ανθρώπους αγροίκους, άξεστους, τιποτένιους που είναι παντελώς άχρηστοι.

Ρε τενεκέ ξεγάνωτε πού έμαθες να οδηγείς; δεν σου μάθανε ότι στο στοπ πρέπει να σταματάς; Και ζητάς και τα ρέστα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified