Ξεκουμπίσου, στο πολύ μάγκικο.

Ξεκούμπα, πούστη, γιατί δε θα βγεις αλλιώς ζωντανός από δω μέσα, κατάλαβες;

Βλ. και ξεκουμπίδια, ξεκουμπιδιέν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified