Μέρος πρώτον: ενδεικτικά λημματούθκια

Το παρακάτω απαύγασμα Κυπριακών ιδιωματισμών μαζώχτηκε από διάφορα σάη (π.χ. δαχαμαί τζιαί τζειαχαμαί) κι από προσωπικά ακούσματα.

ακκος: παλτό
αλώπως: μήπως, πιθανώς
αμινιάζω: υπολογίζω
αμπάλατος: πεισματάρης
αμπλέπω: βλέπω
αμπούστα: κουτί
αντζελοσσιάστηκα: τρόμαξα
αντινάσσω: ανατινάσσω
αξινόστραφη: ανάποδη
α/ποδκιάντραπος (α/ποδιάντραπος): ο ξεδιάντροπος
άππαρος: άλογο, έτ του ίππος
απιδιά (προφέρεται αππιδκιά): λαικ. αχλαδιά. Από το ''απιδέα'' (βλ. ελαία=> ελιά, μηλέα=> μηλιά, κ.ο.κ.)
αποσιστώθηκα / αποσσιηστώθηκα: ξεμουνιάστηκα, ξεσκίστηκα
αππωμένος: ο έφιππος, μεταφορικά, ο καβαλημένος
άρκοψες: αύριο βράδυ
αρμαρόλα: μικρή ντουλάπα
αρφή: αδελφή
αρφός: αδελφός
αρφότεκνος (αδερφότεκνος): ανιψιός. Εκ των αδερφός (αρφός) + τέκνο (το παιδί του αδερφού μου)
ατζία: άκρη του ψωμιού αφτένω: ανάβω αχάπαρος: χαζός, πιθανώς εκ του χωρίς χαμπάρι
άψε το: άναψε το αψιουρίζομαι: φτερνίζομαι

βάκλα: η ουρά του προβάτου βαρκούμαι: βαριέμαι, εκ του αρχαίου βαρούμαι
βίλλα: πέος, Βυζαντινή ρίζα
βίτσα μαγγούρα, έγινες: αδυνάτισες βλαντζί: συκώτι βόρτακος: βάτραχος βόρτος: χοντρός βούκα: μάγουλο βουκκαλλέτικον: μπούλης βουναλλούι: μίκρος λόφος βούρνα: γούρνα, νεροχύτης βουρώ: τρέχω βρίξε: σώπα (προστακτική) βυζοκούππι: στηθόδεμος (σουτιέν)

γαμίστρα: κρεβάτι γάρος: γαϊδούρι γιουτά μου: με βολεύει

δακάνω (προφέρεται δακκάννω) : μεσν. ''δακώνω'' από τον αόριστο έ-δακ-ον του ρήματος ''δάκνω''. Στην νεοελληνική πήρε τη μορφή δαγκώνω
δαμαί: εδώ
δαχαμαί: εδώ χάμω
δκιασσιελιά (διασκελιά): δρασκελιά δκιασσιελώ (διασκελώ): δρασκελίζω, δρασκελώ, διασκελίζομαι
δρώμα: ιδρώτας

εβόλυα: πάτησα λάσπες ελαώθηκα: τρελάθηκα Ελλαδίτης: πας μη Κύπριος Έλλην
ελύσσασα: πεινάω πολύ εν να: θα, εκ του είναι να
εποζούρτισα: ξεκωλώθηκα έππεσεν το αρφάλι μου: πεθαίνω της πείνας (έπεσε ο αφαλός μου) έρκουμαι: έρχομαι έσιει: έχει έσσω: μέσα εφάτσισα: χτύπησα

ζάβαλλι: αλίμονο ζαβός: στραβός ζάμπα: μπούτι. (σ.ς.: Υπάρχει αρα δε σχέση με το ζαμπόν;)
ζιλικούρτι: κασμάς ζώλος: μπόχα

ήντα πον τούτον;: τι είναι αυτό; ήντα: τι ηττασία: δούλα

θιακλώ: ξεπλένω
θκια / θκιος: θεία / θείος
ιλ: κυλώ

καϊλώ: δέχομαι κάκκαφα: πολύ ανώμαλα εδάφη καλαμαράς: μορφωμένος, Ελλαδίτης
καλώ: αμέ καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
καρκανίκαβλος: Ψιλόλογνος
καρκασαλλίκκι: φασαρία καρκκιά: καρδία
καρκόλα: κρεβάτι, καριόλα
καρτζί: απέναντι κάσσια (κάσα): η κάσα. Αν λέγεται ως χαρακτηρισμός γυναίκας τότε σημαίνει, η άσχημη, το μπάζο, ψαροκασέλα
κατρακύλα: τσουλήθρα κατσαρίζω: κάνω θόρυβο κατσιαρισμός: φασαρία, θόρυβος κάττος: γάτα, εκ του Βυζαντινού κάτος
καύκει: καίει κάφκα: ερωμένη παντρεμένου άντρα (σ.ς.: καμία σχέση με τον Φρανζ )
κείνη (προφέρεται τζιείνη): εκείνη
κείνος (προφέρεται τζείνος): κείνος
κελέ: κέφαλι κινέζοι: οι οπαδοί της ομάδας Ομόνοια, γιατί είναι πολλοί
κκελλέ κουλούμπρα: πονοκέφαλος
κόλλα: χαρτί κομμόροτσος: ακατέργαστη μεγάλη πέτρα κόρη: κοπέλα κοτζιάκαρη: γερόντισσα κότσιρας: κουράδα
κουλουφός: ατημέλητος κουτσακοτίρι: μανταλάκι
κουφή: φίδι κρούζω: καιω κρώννουμαι: ακούω, συμβουλεύομαι εκ του ακρουόμαι
κυλώ (προφέρεται τζιυλώ): κυλάω, κυλώ
κωλοσύρνω: τραβώ κωλοΰρα: κοφίνι

λαλώ: ομιλώ, λαλώ λαός: λαγός λάσσω: γαυγίζω λαφαζάνης: αυτός που λέει βλακείες λαστιχάριες: οπαδοί της ομάδας ΑΠΟΕΛ λημματού(δ)ιν: το λήμμα
λίξης: λιγούρης λισσιάρης: λιγούρης λυσσοπεινώ: πεθαίνω της πείνας λουβώ: μαδάω λούκκος: λακάκι, τρύπα στο έδαφος

μαίρισσα: κατσαρόλα μαϊττάππι: κορόιδεμα μαλαχτός: μαλακός, ο ευάλωτος μαννός: ηλίθιος μάππα: μπάλα μάππουρος: κουκουνάρι, κοντοστούπης (σ.ς.: Ήταν το παρατσούκλι του μακαρίτη Σπύρου Κυπριανού)
μαυρού: Η μαύρη. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές στο διαδίκτυο, χρησιμοποιείται ρατσιστικά για σκουρόχρωμες οικιακές βοηθούς
μεζετζής: μεζεκλής μίλλα: λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια) μιλλοσφουντζίσματα: δουλειές μπακαλίστικες, πρόχειρες, άρπα-κόλλα. Εκ των μιλλό (λίγο) και σφουγγίζω
μιτσής: μικρός μονή: κρεβάτι μοτόρα: μοτοσυκλέτα μουβλούκα: μαξιλάρι μούλα: θηλυκό του μουλαριού μούτι: μύτη μουτσοπάιχτης: ο μαλάκας
μούτσιος: η μαλακία και το τράβηγμα αυτής
μουτταρκά: απόκρημνο έδαφος μούττη: μύτη, κορυφή μούχτη: δωρεάν μούχτιν: δωρεάν μυάλος: μεγάλος

νησιάνι: στρατιωτικό διακριτικό ντζίζω: αγγίζω

ξημαρισμένος: λερωμένος ξιμαρισμένο: λερωμένο

όϊ: όχι ολάν: τι νόμιζες όξυπνος: ξύπνιος, έξυπνος ούζω: κουνώ ούσσου: σιώπα (προστακτική) ούτσιαλης: πολύ φαΐ

παγκούι: παγκάκι παίζω κάποιον: δολοφονώ κάποιον
παίζω μούτσο: τραβάω μαλακία
παουρίζω: φωνάζω παπίλλαρος: τα πρώτα σύκα παπίρα: πάπια παραπότης: αυτός που κάνει ατιμίες παρατραβήγματα: η υπερανάληψη (λογιστικός όρος)
παρπέρης: κουρέας πασιαμάς: χαβαλές παστός: λεπτός/η
πατανία: κουβέρτα παττίχα: καρπούζι (αραβική λέξη)
πατσαρκά: χαστούκι πατσιαούρα: ατημέλητη, πατσαβούρα πατταλόνι: παντελόνι παττίχα: καρπούζι παχύς (προφέρεται πασσιύς) : ο παχύς πελλοκίκκιρος: θεότρελος
πεζούνα: περιστέρι (ιταλικό)
πελεκάνος: ο μαραγκός. Εκ του πελεκώ
πελλός: ο τρελός. Εκ του απολωλώς
πιθκιαβλοζάμπης: τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (εκ του αυλός) πιλέ: ήδη πίσσα: τσίχλα πιττώνω: πλακώνω πλοουτσόπ: η πεομύζηση, εκ του blowjob
ποδά: απ' εδώ ποήνες: μπότες ποϊνες: μπότες πολογιάζω: διώχνω πομιλόρι: ντομάτα ποξαμάτι: παξιμάδι πορνόν πορνόν: πρωί-πρωί (σ.ς.: πουρνό- πουρνό)
πότσα: μπουκάλα ποτσεί: απ' εκεί πουλλαόφωνος: άντρας που μιλά με λεπτή φωνή πουπούξιος: κουκουβάγια πουστοκαλαμαράς: πουστο-ελλαδίτης (q.v.)
πούττος: το μουνί
πόφκαλες (απόβγαλες) με: με κούρασες ππαραόπιστος: τσιγκούνης
ππεεεεε!: επιφώνημα εκπλήξεως
ππεζεβένκης: κερατάς ππούλλι: βλήμα (ηλίθιος) ππουνία: γροθία ππουρτού: τα υπάρχοντα
πρότσα: πιρούνι πυρκόλα: του την χτύπα τον πύρουλλος: πυρά ζέστη, καύσωνας

ρα: αναφορά προς κοπέλα, αντίστοιχο του ρε
ρέσσω: περνώ ριάλια: λεφτά (σ.ς.: το τραγούδι: «Τα ριάλια ριάλια ζιε πούντα τζιο ππεζεβένκης που τα'σει στην πούγγαν» πρέπει να είναι στο Κυπριακό Top 10 τα τελευταία 40 τουλάστιχον χρόνια!)
ρότσος: πέτρα, χαζός, ντουβάρι (εκ του roche)

σαντανοσιά: ανακατωσούρα σιακατούρι: κατηφόρα σιέζομαι: Χέζομαι
σιεηττάνης: σατανάς, πονηρός σι(δ)εροκουτάλα περίεργη: κυρα-περμαθούλα
σιέσης: δειλός σιονοτός: πατημένος σιόρ: κύριος σιουσιούκκος: παραδοσιακό κυπριακό γλυκό σκουλουκού(δ)ιν: το σκουληκάκι. Πληθυντικός: σκουλουκούδκια ή σκουλουκούθκια σίστος / σσιήστος: μουνί
σσυλλόπελλος: σκυλότρελος
στον κώλον σου ρεπάνι!: κατάρα με Αριστοφανικές ρίζες.
στράτα: δρόμος συνταγχάνω: μιλώ, αρχαία λέξη
σύξηλος: άναυδος σύρνω: ρίχνω σωρόφκω: σωρεύω, μαζεύω

τάβλα: τραπέζι, κρεβάτι τάνγκα: ακριβώς (σ.ς.: μη πάει ο νους σας στο κακό...)
ταπέλλα: πινακίδα τάππος: κοντός τατάς: νονός τζειαμαί: εκεί τζισβέςς: μπρίκι (τουρκικό, όπως και το μπρίκι)
τζοιμισμένος: κοιμισμένος τσαέρα: καρέκλα, εκ του παλαιογαλλικού chaere (από το οποίο προκύπτει και το αγγλικό chair)
τσαί: και τσειαχαμέ: εκεί κάτω
τσεντί: πορτοφόλι τσιαέρα: καρέκλα, εκ του παλαιογαλλικού chaere (από το οποίο προκύπτει και το αγγλικό chair)
τσιενκένης: τεμπέλης τσιλλώ: πλακώνω τσούρα: κατσίκα τταπουροκολού: μοτοσικλέτα

φακκώ: χτυπώ φάουσα: σκασμός φεύκω / φεύγω κάποιον: διώχνω κάποιον
φιλούθκια: φιλάκια φκάλλω: βγάζω φκιολί: βιολί φκιόρο: λουλούδι, μαστουρωμένος φλόκκος: σφουγγαρίστρα (σ.ς.: και πάλι, μη πάει ο νους σας στο κακό...)
φόκο: φωτιά, εκ του ιταλικού Fuoco < λατ. Focus ‘’εστία’’
φουκού: σχάρα, Fuoco < λατ. Focus ‘’εστία’’
φουντάνα: βρύση (σ.ς.: κατά το Φουντάνα di Trevi;)
φρουταρία: η αγορά τροφίμων

χάι χούι: χαβαλές χαμαί: χάμω (αρχαίο)
χαννοπαττίχα: βλαμμένη
χαρτωμένος: αρραβωνιασμένος
χογλά: βράζει χτηνό ή κτηνό: κτήνος, κάποιος πολύ δυνατός (γομάρι)
χτίν: γουδί χτιτσιολοά: βρωμάει άσχημα χτιτζιόν (χτικιόν): το χτικιό, η αηδία
χτοσιαίριν: γουδοχέρι

ψατζί: κρύο

Μέρος δεύτερον: συμβουλές πως να μιλάτε Κυπριακά άνευ διδασκάλου

  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «δια» προφέρονται «δκια-» ή «θκιά». Π.χ.: θκιαβάζω (διαβάζω)
  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «κ» προφέρονται «τζ». Π.χ.: τζιαιρός (καιρός)
  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «χ» προφέρονται «σσι». Π.χ.: σσιαιρετίζω (χαιρετίζω)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-ρια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι») προφέρονται «-ρκα». Π.χ.: ποτήρκα (ποτήρια), η αγγουρκά (η αγγουριά)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-δια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-θκια». Π.χ.: η αναποθκιά (η αναποδιά), τα αρχίθκια (τα αρχίδια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-τια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-θκια». Π.χ.: τα μάθκια (τα μάτια), τα σκαλοπάθκια (τα σκαλοπάτια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-πια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-πκια». Π.χ.: τα κουπκιά (τα κουπιά), η πάπκια (η πάπια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-βια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-φκια» ή «-βκιά». Π.χ.: τα μολύφκια (τα μολύβκια)
  • Όλα τα ρήματα που λήγουν σε –εύω μετατρέπονται σε –εύκω. Π.χ.: μαζεύκω (μαζεύω), χορεύκω (χορεύω)

Σ.ς.: μερικά από τα παρακάτω σχόλια ενσωματώθηκαν στον ορισμό. Φυσικά, τα όποια μιλλοσφουντζίσματα παραμένουν αποκλειστικά δικά μου.

«Τζυίλησε η μαίρισσα τζιαί ηύρεν το καπάκιν»
(κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι)

«Πεύκω τσειαχαμαί στην καρκόλλαν τζιαι η κελέν μου εν κολούμπραν»
(Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου με ισχυρή κεφαλαλγία)

«Επηαιννεν με την ταππιροκολου του τζιαι επίαι το σιακατουριν τζιαι σαν επηαιννεν καπου εκουράτζισε το αρτζιομαντρι του τζιαι εφαντην χαμαι»
(σ.ς.: sorry, δεν καταλαβαίνω Χριστό!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified