Η άσχημη γυναίκα, η οποία είναι σχετικά ψηλή (όχι κοντή) και απαραίτητα αδύνατη, όπως και το ομώνυμο ζωάκι.
Τι μαγκούστα είναι αυτή η Μαρία ρε φίλε; Δε βλέπεται...
Η άσχημη γυναίκα, η οποία είναι σχετικά ψηλή (όχι κοντή) και απαραίτητα αδύνατη, όπως και το ομώνυμο ζωάκι.
Τι μαγκούστα είναι αυτή η Μαρία ρε φίλε; Δε βλέπεται...
Got a better definition? Add it!
«Σαν μαγκούστα» ή «με την ταχύτητα της μαγκούστας».
Περιγράφει την άμεση, ταχύτατη και ύπουλη κίνηση προς ίδιον όφελος.
- Τον είδες; Μόλις άνοιξαν οι πόρτες κινήθηκε σαν μαγκούστα και έπιασε την καλύτερη θέση.
- Και μπαίνω απ'το παράθυρο με την ταχύτητα της μαγκούστας και την πιάνω στα πράσα με τον κουμπάρο!
Got a better definition? Add it!