Η άσχημη γυναίκα, η οποία είναι σχετικά ψηλή (όχι κοντή) και απαραίτητα αδύνατη, όπως και το ομώνυμο ζωάκι.

Τι μαγκούστα είναι αυτή η Μαρία ρε φίλε; Δε βλέπεται...

(από georgemn, 14/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σαν μαγκούστα» ή «με την ταχύτητα της μαγκούστας».

Περιγράφει την άμεση, ταχύτατη και ύπουλη κίνηση προς ίδιον όφελος.

  1. - Τον είδες; Μόλις άνοιξαν οι πόρτες κινήθηκε σαν μαγκούστα και έπιασε την καλύτερη θέση.

  2. - Και μπαίνω απ'το παράθυρο με την ταχύτητα της μαγκούστας και την πιάνω στα πράσα με τον κουμπάρο!

Μαγκούστα νάνος, helogale parvula. (από patsis, 28/01/10)Μαγκούστα νάνος, σε πιο κατασκοπευτική φωτογραφία. (από patsis, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified