1. Ο ζωηρούλης, ο κουνιστούλης, ο ψιλογκέι, ο στρέι. Έχει συνήθως κάτι το χαριτωμένο, είναι πχ συμπαθής η παρουσία του στις γιαγιές που τον κάνουν κέφι και γελάνε λες και δεν ξέρουν πόσ' απίδια βάζει ο κώλος του.

  2. πεταχτούλα: κατ' ευφημισμόν η τσουλίδου.

  1. Είχα καιρό να δω τον Νάσο... λίγο πεταχτούλης μου φάνηκε, όχι;;

  2. Αυτή την πωστηναλένε να μην την ξαναφέρεις. Πολύ πεταχτούλα είναι και δεν θα τα πάμε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published