Εναλλακτική εκδοχή της λέξης ζιγκολό. Ο παρέχων τις υπηρεσίες του τοις μετρητοίς σε μοναχικές γυναίκες κάποιας ηλικίας. (Και καμμιά φορά σε ζευγάρια αλλά μόνο ενεργητικός και μόνο με την γυναίκα). Εκτός από το στρέιτ ζιγκόλι υπάρχει και το πουστροζιγκόλι.

- Είδα την Βάνα με ένα ζιγκόλι. - Μόνο με ένα;

Μαύρα μου νιάτα και πού τσαλακωθήκατε (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified