Το όργανο με το οποίο γίνεται η απόσταξη ενός υγρού, ο αποστακτήρας.
Μεταφορικά, ο,τιδήποτε είναι τόσο καθαρό, ώστε να λάμπει.
Ετυμολογία: λαμπίκος = αντιδάνειο < ιταλικό lambicco < αραβικό al-ambiq < αρχαίο ελληνικό άμβιξ = αποστακτήρας. Η δεύτερη έννοια είναι παρετυμολογική επίδραση από το «λάμπω».
Ασίστ: acg.
Λαμπίκος για το οινόπνευμα.
Σφουγγάρισε το πάτωμα και το έκανε λαμπίκο!
Λαμπίκο του τον έκανε τον πούτσο του μπαρμπα-Μπρίλιου ο Πέρι. Σωστός νοικοκύρης!