Αυτό που υφίστασαι από το μπίρι-μπίρι, ειδικά όταν δεν το θέλεις.
Έκφραση που την χρησιμοποιούσαν παλαιότερα, αλλά μάλλον περιέπεσε σε αχρηστία.
Οπότε γανώνω = μπιριμπιρίζω και γανωτής = ο μπιριμπιριτζής
Από το αρχαίο ρήμα γανόω = γυαλίζω χάλκινα αντικείμενα. Η επικασσιτέρωση κυρίως των σκευών που σχετίζονται με την παρασκευή φαγητού.