Από το σλαβ. popara. Ψωμί μουσκεμένο σε νερό ή γάλα / πρόχειρο φαγητό από κομμάτια ψωμιού βρασμένα με κρασί ή λάδι. Η κατάσταση που βρίσκεται το ψωμί δικαιολογεί και την χρήση της λέξης λόγω ομοιότητας στο παπάρι και στις παπαριές.
Μου έπρηξες τα παπάρια! Θα σου πάρω το καινούριο πλυντήριο όταν πάρω το δώρο του Πάσχα!!
Τι παπαριές ακούσαμε από τον Θόδωρο χτες δεν λέγεται!