SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Lemma results (1856)
Showing 1021-1080 from 1856 · Show all (24731)

  • A Z
  • Many definitions one
  • Newer Older
  • α
  • β
  • γ
  • δ
  • ε
  • ζ
  • η
  • θ
  • ι
  • κ
  • λ
  • μ
  • ν
  • ξ
  • ο
  • π
  • ρ
  • σ
  • τ
  • υ
  • φ
  • χ
  • ψ
  • ω
  • #
  • en
  • Random
  • All
αξερόψητος 1 άξεστος 1 αξιαγάμητος 4 αξίζω 1 αξιογάμητη 1 αξιόπουστος 1 άξιος 1 άξιος ο μισθός σου 1 άξονας του z 1 άξονας των ψ 1 αξούριστος κι αγυάλιστος 1 αόριστος αντί προστακτικής 1 αού 1 αούα 1 αούα κι έτσι 1 αούγκανος 1 αούγκαντος 1 Αουγκεντάλερ 1 άουτινγκ 1 απ' εδώ και τουμπεξής 1
απ' έξω 1 απ' έξω απ' το χορό πολλά τραγούδια ξέρεις/ λες 1 απ' όλες τις μπάντες 1 Απ' τα Lidl 1 απ' τα γκόλια μόλια, γεια σου παππού μου ξάδελφε 1 απ' τα καλά 1 απ' τα κόκαλα βγαλμένη 1 απ' τα κομμένα 1 απ' τα μπετά 1 απ' τα Όντρια κατέβηκες; 1 απ' τη ζωή στο θάνατο είν' ένα μονοπάτι και από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι 1 απ' της συκιάς το γάλα 1 απ' το καπό στο χειρόφρενο 1 απ' το μουνί στον κώλο 2 απ' το στόμα μου το πήρες 1 απ' τον κώλο και με τσίχλα 1 απαγγέλλω την Ιλιάδα 1 άπαιχτος στο Seattle 1 απάλευτος 1 απαλεψιά 1
απαλλαγή 1 απαλομούνα 1 απαλομουνίδας 1 απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων 1 απάνθισμα Κυπριακών λημματουδιών 1 απανταχούσα 1 άπαπα 1 άπαρ 1 απαράδεκτο για πράκτορες 1 ἀπαρατσίκι 1 απαρτοσύνη 1 απασφαλίζω 1 απασχολητής 1 άπατα 1 απαταιώνιοι 1 απατέμπαε 1 Απατεωνική Α.Ε. 1 απατουόπατας 1 απαυτούλα 1 απαυτούλης 1
  • « Previous
  • 1
  • 2
  • 3
  •  .. 
  • 15
  • 16
  • 17
  • 18
  • 19
  • 20
  • 21
  •  .. 
  • 29
  • 30
  • 31
  • Next »
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.