Ο τριαντά που κοίταξα δεν έχει τίποτ' απ' τα δύο, οπότε να γαμιέται και αυτός.

Είμαι/μ'έχουνε/μ'αφήνουνε στην απ' έξω πα να πει τα τσογλάνια δε με παίζουνε, κάνουνε κάτι και δεν ειδοποιούνε, με αγνοούνε, μπουχουχού, οι άντρες περνούν, μαμά. Εις τόπον στάση. Με προθετική στα ρώσσικα.

Τρώω απ' έξω, ή απλά απ' έξω, προελεύσεως σημαντικό, και στα ρώσσικα, όπως και στ' αρχαία, με γενική. Το φαγητό το οποίον δεν είναι σπιτικό, ντελjίβερυ, παναγιωτόπουλος, κρύα ανέκδοτα.

  1. - Καλά ρε παιδιά, τα πίνετε στο καφενείο και εγώ στην απέξω; Από τι ώρα είστε δω;
    - Έχου-χικ-με τρεις ώρες, μήν έχουμε;
    - Ρε, τα μουνόπανα. Κάπελα, βάλε ένα ανάμεικτο να τους προλάβω!

  2. - Τι έγινε με Μήτσουρα ρε συ;
    - Τι να γίνει ρε μαλάκα. Μία στην απ' έξω, δύο, τρεις, ε, να πα να γαμιέται, δε θα τους κυνηγάω εγώ. Αν δε γουστάρουνε την πάρτη μου, καλώς.

  3. - Έχεις τίποτα να σαβουριάσουμε;
    - (σηκώνει φρύδια)
    - Φάμε απ' έξω;
    - (καταφατικό νεύμα)
    - Πίτσα;
    - Άντρας.

Μα εγώ τρώω μόνο απ\' έξω και τα λιπαρά θα αντέξω, θέλω νά \'μαι πατσοκοίλι τρελό (από Khan, 01/10/10)Τραγουδάρα με ελαφρά kitsch value κττμγ (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified