Συγνώμη, αλλά νομίζω ότι άλλο ήθελε να πει ο ποιητής. Η συγκεκριμένη έκφραση - και η πιο αστική εκδοχή της, «γαμιούνται σαν τα σκυλιά στους δρόμους» - δεν θέλει να τονίσει το πού έπεφτε το γαμήσι αλλά μάλλον το ότι ήταν ένα γαμήσι σε κοινή θέα, μέσα στη βρωμιά, χωρίς καμμία αναστολή. Η έκφραση, δηλαδή, μεταφορικά σηματοδοτεί την πλήρη αποχαλίνωση και έκλυση ηθών. Δες και το παράδειγμα στο λήμμα γαμιοντουστάντενε.
Παραθέτω τον ορισμό του ΛΚΝ Ιδρ.Τριανταφυλλίδη
μόμολο το [mómolo] O41 : (μειωτ.) βρισιά για μικρό παιδί, για γέρο ή γενικά για ανίκανο άνθρωπο. [ιταλ. mommolo `μαλακό τηγανητό γλυκό από ρύζι΄]
Και μια εναλλακτική εκδοχή από ένα Κερκυραϊκό γλωσσάρι ονλάιν
[I]μόμολος (ο) / μόμολο (το) / μόμολα (η) = μαϊμού
[Μεταφορικά ό άσχημος, ο ανεγκέφαλος, ο άνευ αξίας. Π.χ. «Μίλησε τώρα και το μόμολο».
(Πιθανός συσχετισμός με το θεατρικό έργο Momolo Cortesan του Carlo Goldoni, 1738 και τον βασικό ήρωα) ][/I]
Και τον ορισμό που δίνει ο Πιτσιρίκος στο μπλογκ του, που μάλλον τον πήρε (εν μέρει) από ένα Λευκαδίτικο γλωσσάρι ονλάιν
«Μόμολο» σημαίνει «μικρό παιδί» αλλά και «γελοίος», τιποτένιος», «άχρηστος» κλπ – σε κάθε περίπτωση έχει θετική έννοια.
Και τι το κάνει σλανγκ αυτό;
Παραδίδεται και ως «αγάντα Ρόμμελ!»
Δεν την ήξερα την έκφραση και πολύ χάρηκα που την έμαθα.
Επάνω χρησιμοποιούμε με παρόμοιο τρόπο τη λέξη σεργιάνι ή και συργιάνι. Τα λεξικά (ΛΚΝ & Μπάμπης) ορίζουν το σεργιάνι ως ο περίπατος, η βόλτα - τελεία. Και δεν διευκρινίζουν ότι σεργιάνι είναι η βόλτα σε μέρος που έχει κόσμο - σεργιάνι στην ερημιά δεν νοείται. Και, κυρίως, δεν αγγίζουν την άλλη σημασία της λέξης που είναι ακριβώς κάνω χάζι. Γιατί, κάποιες φορές όταν λέμε σεργιάνι εννοούμε όχι τη βόλτα αυτή καθαυτή αλλά τα όσα βλέπουμε (και κουτσομπολεύουμε) στη βόλτα. Χαρακτηριστικά, στην έκφραση (στο τάδε μέρος) έχει πολύ σεργιάνι εννοούμε ότι κάπου έχει πολύ κίνηση και, συνεπώς, πολλά πράματα να χαζέψουμε. Κλασικό μέρος για σεργιάνι, και με τις δυο έννοιες, ήταν παραδοσιακά οι πλατείες των επαρχιακών πόλεων και οι παραλίες των μικροαστικών θερέτρων. Ενδιαφέρον έχει και η έκφραση βγήκε στο σεργιάνι, π.χ. για νέα κοπέλα, που σημαίνει βγήκε βόλτα να δει και να την δουν και ψάχνεται γενικώς στο νυφοπάζαρο.
Τώρα, σε ό,τι αφορά την προέλευση, στα τούρκικα η λέξη seyir (εξ ου και σεΐρι) σημαίνει και κίνηση και θέαμα, όπως λέει ο xalikoutis. Το σεργιάνι, λένε τα λεξικά, προέρχεται από το seyran που σημαίνει βόλτα αλλά και χάζι. Δεν ξέρω αν το seyir και το seyran είναι βασικά η ίδια λέξη - πάντως είναι πολύ κοντά και σημασιολογικά και μορφολογικά και, συνεπώς, το σεΐρι και το σεργιάνι έχουν, εκτός από παρόμοια χρήση, και κοινές καταβολές.
Κύριε Ερανιστά μας, παρακολουθώ τα σχόλια σας με ενδιαφέρον και αναρωτιέμαι, γιατί δεν έρχεστε στην παρέα μας; Που έλεγε και το ΚΟΔΗΣΟ: είσαι φίλος; γίνε μέλος!
Ουκ εν τω πολλώ το ευ ...
στρέμπα;;;
Πάρα πολύ καλό λήμμα και ορισμός.
Αν μου επιτρέπεται, παρόλαυτα, δυο παρατηρήσεις.
Συγνώμη αν ακούγομαι λίγο απότομος αλλά, μερικά πράματα ... Σ' αγαπώ, σ' εχτιμώ, αλλά. Αλλά!...
I know, I know ... I'll get a life one of these days ...
@ jesus
@ hodjas Ωραίο. Είχες ρέντα.
Σωστός.
Ψάχνοντας στο google βλέπω ότι στην Κάλυμνο παραδοσιακά αποκαλούν λουκούμια τα Πασχαλινά βαρελότα.
Προσωπικά μιλώντας, πάντως, με το αντιθετικό ζεύγος Καλό-Κακό είμαι εξοικειωμένος από ηλικία τεσσάρων με πέντε ετών - σε πρακτικό επίπεδο από τη γιαγιά μου (θ.σχ) κι σ'ένα πιο θεωρητικό από Ηρακλή-Αρετή-Κακία κι έτσι.
@ johnblack
Υπάρχει: ακουμπάω, τον
Δεν γεννάται θέμα, ασφαλώς και είναι σλανγκ. Το ζήτημα είναι κατά πόσον είναι ελληνική σλανγκ.
Θρούμπες είναι οι ελιές οι ζαρωμένες που ωριμάζουν στο δέντρο. Οι πιο περίφημες είναι της Θάσου και της Χαλκιδικής - μπορεί να βγάζουν και στην Καλαμάτα αλλά οι διάσημες ελιές Καλαμών είναι τελείως άλλο πράμα. Θρούμπες λέγονται από τη θρούμπη, ένα αρωματικό φυτό παρόμοιο με το θυμάρι το οποίο έβαζαν στις ελιές για γεύση και μυρωδιά.
Εννοεί την ώρα που η γυναίκα του θα παίρνει πίπα στον σκύλο ...
Πιο αναλυτικά, εδώ.
Το 1961. Περισσότερα εδώ.
Δεν έχω ιδέα από μηχανές αλλά η τεκμηρίωση του λήμματος είναι απλά σπεκ.
Un coup de dés jamais n' abolira le hasard ...
Ίσως λόγω παρήχησης μου έχει μείνει η έκφραση «μπουτάρες μπαμπατζάνικες».
Η Χριστίνα Αποστόλου, η μαρμαροκολώνα, ήταν Σταρ Ελλάς 1962
Προφανής η αναφορά στον Ντιντιέ Ντρογκμπά, σέντερ φορ της Τσέλσι και της Ακτής Ελεφαντοστού. Γνωστός στην Ελλάδα και πέρα από τους ποδοσφαιρόφιλους κύκλους από το σουξέ των Λοκομόντο «Πίνω μπάφους και παίζω Προ» και τον στίχο «... αλλά έχει κέφια ο Ντρογκμπά / και φέρνει βόλτες ο φοσμπά».
Δεν το έχω ξανακούσει το μουρντάω. Αντιθέτως, είναι σχετικά κοινό το μουντάρω ή μουντέρνω που, ακριβώς, σημαίνει ορμάω, χυμάω, επιτίθεμαι.
Σε ό,τι αφορά τις ετυμολογίες, η λέξη μουρντάρης είναι από το τούρκικο murdar που επίσης σημαίνει βρώμικος ενώ το μουντάρω προέρχεται από το ιταλικό montare που σημαίνει ανεβαίνω, καβαλάω - και στα αγγλικά ο επιβήτορας mounts τη φοράδα. Βασικά, δε νομίζω ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στον μουρντάρη και το μουντάρω
Απαντάται και στο γνωστόν άσμα «Έμαθα πως είσαι μάγκας»
[I]Έμαθα πως παίζεις ζάρια / πως είσαι χασικλής /
είσαι μάγκας τσικ, λεβέντης / νυχτοπερπατητής
Τουρνέ και τούρνε / τουρνέ και νέ, / πες το βρε μάγκα / μου το ναι[/I]
Αν και έτσι όπως το βρήκα γραμμένο δεν ξέρω αν λέει τσικ λεβέντης ή μάγκας τσικ, λεβέντης
Γενικώς, το τσικ χρησιμοποιείται με την έννοια του πολύ. Ξέρει κανείς την προέλευση;
Νταξ, το γιαπωνέζικο τόχω όσο νάναι.
Και, ακριβέστερα, γάμπα σαν μπουκάλι κοακόλας - από τα παλιά.
Χότζα μου, λέξη και ορισμός τα σπάνε αλλά, ρε παιδάκι μου, πολύ αυστηρός είσαι - δεν είναι και τόσο εξτρέμ περίπτωση η δικηγορέσσα.
Δεν το λέω με σιγουριά αλλά εικάζω ότι το ρεμπεσκές είναι παραφθορά (και εξελληνισμός) του ρεμπέτ ασκέρ - αποβολή του -τ, συνίζηση ε- και -α και μετατροπή του -ρ σε -ς για να γίνει σωστός αρσενικός τύπος. Λέμε τώρα.... Πάντως, οι λέξεις έχουν κατά βάση την ίδια σημασία.