Να υποθέσω ότι την κωλομπιάνα την θέλουμε επί τούτου με ωμέγα ...
Ε ναι, πράγματι πολύ αυστηρά αντιμετωπίσθηκε. Καινούργιος είναι ο leonidas - θα το πάρει το κολάι, δώστε μια ευκαιρία.
Δεν είναι πάντοτε απαραίτητη η αναφορά σε παλαιότερους ορισμούς, ειδικά αν είναι και προφανώς λανθασμένοι. Ιδιαίτερα επειδή στο μέλλον ο αναγνώστης θα βλέπει αυτόν τον ορισμό πρώτα - καθως στο εξής θα είναι μονίμως μπροστά στη βαθμολογία.
Τέσπα, ο ωραίος ορισμός του Ixar θα μπορούσε να είναι και απλώς:
Η χαριτωμένη μαλακία έπειτα από μισοπετυχημένο ραντεβού. Δεν μπόρεσες να πηδήξεις αλλά βλέπεις πως είσαι σε καλό δρόμο και από την χαρά σου βαράς μια παχιά που παραπέμπει στο νταχτιρντί στο κέφι.
Αν θέλει ο Ixar κάνουμε και μια αναφορα στους μοντς και το αλλάζουμε.
btw, ο Ισίδωρος είναι όλα τα λεφτά.
Το λέμε και κατουρλίλα.
Μέσα είσαι, μάλλον. Όχι ίντα ίσως, γιατί επάνω δεν το λέμε αλλά τι έκανε με το τι να εξελίσσεται σε ντ' και το κ- στο έκανε να γίνεται πολύ βαθύ ουρανικό ... δεν μπορώ να το πω εύκολα αλλά μπορώ να τα άκουσω --> d' ækane;
@ anma Δε ξέρω, επί Πλειστοκαίνου που έπαιζα κι εγώ πόκα, είχαμε και παιχνίδια που έπαιρνες τρία φύλλα απ'το χέρι και δυο από κάτω π.χ. μια μπομπίτσα των τριών όπου:
Παίκτης Α έχει Κ, Κ, Q
Παίκτης Β έχει J, 10, 10
Κάτω έχει Κ, J, 10
Εγώ τον Β πιο καλοντυμένο τον έχω δει - κουστουμάκι ο Β, τρεις παπάδες με μαγιό ο Α.
Αλλά, αντιλαμβάνομαι ότι τέτοια παιχνίδια δεν τα παίζετε στο Ίντερνετ
'Οχι, ρε παιδάκι μου - δεν θα καταβάλει αυτός τη δουλεία, εσύ θα την καταβάλεις και το ζήτημα είναι πόσο εύκολος/απαιτητικός είναι αυτός, όχι εσύ ... αντιστροφή/ανατροπή, ε;
Μπορεί να έχει εφαρμογή και στις προσλήψεις, ειδικα σε μαγαζιά τύπου Πουτσοπόλιταν.
Πγιότητα - όπως λέμε Γιαπωνία και Γιορδάνης ποταμός. Κλασικό Αιγυπτιώτικο.
Από παλιότερους με Μικρασιατικά/Πολίτικα κονέ έχω ακούσει το σους μπε - χωρίς το δε. Δεν νομίζω ότι έχει σχέση με πρόβατα - το σους είναι σους και το μπε είναι παραφθορά του μπρε/βρε.
Απαιτείται δουλεία εισόδου
Επειδή νωρίτερα σχολιάζοντας αυτό - μεταξύ τους βέβαια, οι αντροπαρέες χρησιμοποιούν εκφράσεις του τύπου «την ξεκώλιασες ρε μαλάκα;»
είχες πει αυτό - Πείτε μου ότι δεν είναι αλήθεια σας παρακαλώ...
Έ, δεν είναι όλοι οι άντρες ίδιοι ...
Αντιθέτως όλες οι γυναίκες είναι ίδιες...
Μετά από 15 μήνες βρήκαμε και τα απαραίτητα πολυμέσα.
Επ, πού 'σαι συ, μωρέ;
Εννοείται. Στα αγγλικά αυτός που είναι μονίμως στριντζωμένος είναι highly strung.
Γαμάτος ορισμός! Και το μήδι ήρθε κι έδεσε.
Ρε συ lxar, σωραίος! Δε με λες και κάτι ... εσείς οι βικηγόροι όταν μιλάτε για γκόμενες μεταξύ σας λέτε «τι δουλεία εισόδου κατέβαλες εσύ;» κι έτσι...; Κόσμια πράματα, ναι; mes ακούει;
Καλά, με το που το είδα το μήδι, δε γίνεται, λέω, φωτοσοπιά είναι. Το γκουγκλάρω το black-retsina και πέφτω εδώ και λέω, παπά μου, μας έστειλες ... τα είδα όλα. Οι καριόληδες το εξάγουνε και στην Ελλάδα. Να δεις που θα το δούμε αυτό το πράμα μια μέρα και στην Τούμπα, την παγκοσμιοποίηση μου μέσα ...
Εικάζω ότι η τούρκικη λέξη από την οποίαν προέρχεται είναι το porsuk που, όμως, σημαίνει ασβός.
Δείτε και το λήμμα σαραντάσπορος.
Μπράβο, ρε αρχηγέ ... αυτό το λήμμα μ' αρέσει γιατί τόφτιαξες γενικώς gender neutral.
@ vrastaman et al. Τον φίλο oatsup gib, το Αναγραμμαντείο τον έχει καλωσορίσει;
Chapeau ...
Όχι ότι δεν το είχαμε ήδη δυο φορές - αγλέορας και αγλέουρας - αλλά, νταξ, ολίγος αγλέορας ακόμη δεν πείραξε ποτέ κανέναν ...
Οι δυο προηγούμενοι ορισμοί είναι, πώς να το πω ευγενικά, μινιμαλιστικοί ... ενδιαφέρον, όμως, έχουν τα σχόλια του vikar εδώ και του Άλλου εδώ.
Σε ό,τι αφορά πώς προέκυψε η φράση έφαγε τον αγλέορα, υπάρχει η άποψη ότι αυτό που εννοείται είναι πώς κάποιος έφαγε τα πάντα όλα και η βουλιμία του ήταν τόσο ακόρεστη που έφαγε ακόμη και τον αγλέορα που είναι τόσο αηδιαστικός. Η δική μου γνώμη είναι πως ο ποιητής εννοεί κάτι άλλο. Ο αγλέορας/ελλέβορος έχει, ως γνωστόν, ιδιότητες εμετικές και καθαρτικές. Και είναι επίσης γνωστό ότι όταν κάποιος κάνει την απόλυτη κτηνωδία στο φαγητό επόμενο είναι να ξεράσει - και να τα κάνει κι απάνω του ενίοτε. Σα να έχει φάει, κυριολεκτικά, τον αγλέορα.
Βεβαίως και έχεις εξουσία - αλλά, επιλέγεις να μην την ασκήσεις μουαχαχαχαχ (σαρδώνειο).
Το ΛΚΝ δίνει σφόλι=τέχνασμα χαρτοκλέφτη. Ίσως το συγκεκριμένο πακέτο που αναφέρει ο ορισμός να παραπέμπει σε απάτη.
Η ετυμολογία πρέπει να είναι από το ιταλικό sfogliare=ξεφυλλίζω, εξ ου, βεβαίως βεβαίως, και η ζύμη σφολιάτα η οποία, λέει το ΛΚΝ, ζυμώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε όταν ψήνεται να χωρίζεται σε πολλά, λεπτά, αλλεπάλληλα φύλλα.
Βεβαίως, σωστό κι αυτό.
Υπάρχει σχέση ανάμεσα στο ριζόχαρτο και τη φίρμα Rizla αλλά είναι η αντίστροφη από αυτή που λέει ο φίλος allivegp. Δεν προκύπτει το ριζόχαρτο από τη Rizla αλλά η Rizla από το ριζόχαρτο. Συγκεκριμένα η φίρμα Rizla προκύπτει από την γαλλική λέξη riz = ρύζι (γιατί τα χαρτάκια ήταν από ριζόχαρτο) συν τα δυο πρώτα γράμματα από το όνομα Lacroix, το όνομα της οικογένειας που ίδρυσε τη φίρμα το 1532 (!) - αν και χαρτάκια για τσιγάρα φτιάχνουν από το 1860. Περισσότερες ιστορικές πληροφορίες έχει στο πολύ καλό εταιρικό σάιτ. Για όποιον έχει γενικώς ενδιαφέρον για τα χαρτάκια, υπάρχει και αυτό το σάιτ
Τώρα, το λεγόμενο ριζόχαρτο απ'το οποίο φτιάχνονται τα τσιγάρα δεν έχει πάντα ως βάση το ρύζι, ή το άχυρο του ρυζιού πιο συγκεκριμένα. Μπορεί επίσης να είναι από την ψίχα του μπαμπού, από λινάρι, από μουριά (!) και, κυρίως, από ένα δέντρο αυτοφυές στην Ταϊβάν, Tetrapanax papyriferus, το οποίο στα Αγγλικά λέγεται rice-paper plant.
Κοίτα, δεν τίθεται θέμα λάθους, εγώ απλώς έκανα δυο παρατηρήσεις.
α. η λέξη δεν είναι σλανγκ. Είναι μια κοινή λέξη που λέει όλος ο κόσμος και υπάρχει σε όλα τα λεξικά. Προφανώς για να την ανεβάσεις, εσύ έχεις άλλη άποψη - κανένα πρόβλημα, έτσι κι αλλιώς στο σάιτ υπάρχουν εκατοντάδες λέξεις και εκφράσεις που δεν είναι σλανγκ, με άλλη μία δεν χάλασε ο κόσμος.
β. Η ετυμολογία που πρότεινε ο baznr φαίνεται να είναι η σωστή καθώς συμφωνούν και τα λεξικά. Εσύ, αν κατάλαβα καλά τη διευκρίνιση που έδωσες στο σχόλιο, δεν προτείνεις καθόλου ετυμολογία - ούτε από το ατσάλι, ούτε από κάτι άλλο, οπότε κανένα πρόβλημα και επ' αυτού.
Όπως λες άλλωστε, οι αναφορές στον ατσαλωμένο και το ατσάλι είναι χάριν παραδείγματος και μόνο. Το γεγονός ότι διάλεξες για το παράδειγμα μια λέξη βασικά ομόηχη με τον άτσαλο είναι, προφανώς, μια απλή σύμπτωση. Και πάλι, κανένα πρόβλημα.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι εγώ δεν έχω ακούσει ποτέ να χρησιμοποιείται η λέξη άτσαλος με την έννοια που δίνεις εσύ εδώ, του άψητου ανθρώπου, αυτού που δεν έχει πείρα της ζωής. Ούτε έχω δει ποτέ αυτόν τον ορισμό σε κανένα λεξικό - ο καθιερωμένος ορισμός είναι ο άνθρωπος που είναι αδέξιος ή/και τσαπατσούλης. Λέει, ας πούμε, ο Τριανταφυλλίδης:
άτσαλος -η -ο [átsalos] E5 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη τάξης, συστήματος ή φροντίδας· ακατάστατος και πρόχειρος, τσαπατσούλικος: Άτσαλη εμφάνιση / δουλειά. Άτσαλο ντύσιμο / δωμάτιο / περπάτημα. || (για πρόσ.) τσαπατσούλης, αδέξιος.
Και επειδή το ανέφεραν κι άλλοι αλλά κι εσύ, να και ο ορισμός του ατσούμπαλου:
ατσούμπαλος -η -ο [atsúmbalos] & αρτσούμπαλος -η -ο [artsúmbalos] E5 : (προφ.) α. απεριποίητος, ατημέλητος. β. για άνθρωπο αδέξιο, άγαρμπο, που κάνει ζημιές κτλ.
Το λεξικό, καταφανώς, θεωρεί τις δυο λέξεις κοντινές στη σημασία, εσύ, όπως είπες και στον hank, νομίζεις ότι δεν έχουν σχέση.
Το οποίο είναι λογικό από τη στιγμή που τη λέξη άτσαλος την ξέρεις αλλιώς. Οπότε και πάλι κανένα πρόβλημα, ειδικά αν εκεί που χρησιμοποιείς τη λέξη με αυτή τη δική σου σημασία οι άλλοι την καταλαβαίνουν.
Τζάμπα και τζερεμέ δεν το έχω ακούσει.
Ξέρω το κλασικό τζάμπα και βερεσέ - παραδόξως, δεν το έχουμε στο σάιτ.
Έχουμε και τη λέξη τζερεμές.
Βεβαίως, η Ρένα Στρατηγού ήταν η Λολότα. Η οποία Ρένα Στρατηγού είναι αδελφή του Στέφανου Στρατηγού, της Αλέκας Στρατηγού και της Στέλλας Στρατηγού.
Άσχετο. Στη συγκεκριμένη ταινία «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» η Ίλια Λιβυκού κουβαλάει τόσα παραπάνω κιλά που σήμερα χαλαρά θα την έλεγαν παχύσαρκη.