στριτζώνομαι redirects to στριντζώνομαι.

Στριντζώθηκα, εκ του ρήματος στριντζώνομαι, με προέλευση από Αγρίνιο.

Σημαίνει «έχουν τεντωθεί τα νεύρα μου».

Ένας πελάτης φουριόζος φτάνει στο ταμείο ενός καφέ, βγάζει με νευρικές κινήσεις το κράνος και πετάει το μπουφάν σε μια καρέκλα...

Υπάλληλος: Έπαθες σπληξ;
Πελάτης: Στριντζώθηκα... έφαγα κλήση πριν!

(από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Σωστός!
Την έχω ακούσει και σε άλλες περιοχές τη λέξη. Επίσης υπάρχει και η ομόρριζη λέξη στρίντζας, που σημαίνει: γκρινιάρης, δύστροπος. Κατά τη γνώμη μου, η λέξη πρέπει να έχει την ίδια ρίζα με την αγγλική λέξη strange (παράξενος).

Υπάρχουν βέβαια και οι Strintzis lines αλλά ...

#2
iron

από την χορδή (string), άραγες;

#3
poniroskylo

Εννοείται. Στα αγγλικά αυτός που είναι μονίμως στριντζωμένος είναι highly strung.

#4
Ο ΑΛΛΟΣ

[I]Μήπως σε πείραξα;
μήπως σε χτύπησα;
Σαν κάτι, αγάπη μου, από νωρίς σε στριντζώνει.

Μήπως σε κούρασα;
μήπως σ' τη βίδωσα,
ή μήπως σου μπήκε σε κάνα σημείο σεντόνι;[/I]

Γιάννης Γιοκαρίνης, «Όλα τα θέλεις έτοιμα» (σε ποίηση Αλέκου Κολλιόπουλου)

#5
HODJAS

Ιταλ. stringere = σφίγγω

#6
GATZMAN

Πες μου Χότζα πως κι η στρίγγλα σχετίζεται με το stringere, αφου και αυτή σφίγγει. Τι σφίγγει; Μέγγενη είναι.

#7
Khan

νομίζω ναι, όπως και το στρινγκ, η στρινγκαδούρα, αν δεν κάνω λάθω, και οι Λαιστρυγόνες (τουκανισμός)

#8
HODJAS

Γκάζα:
Έτερον εκάτερον (κολοκύθια εις το πάτερον):
Στριγγλίζω < ιταλ. strega = στρίγκλα, μάγισσα < stregheria ή stregoneria = μαγγανεία ή αλβαν. shtriga = βρυκόλακας ή ρουμαν. strigoi pricolici ή varvolaci = νεκροζώντανοι βουρβούλακες < λατιν. strix = κουκουβάγια).

#9
GATZMAN

!!!