ο τσακ νόρις κούναγε την κούνια που τον κούναγε.
κ αδερφός του βοϊδάγγελου
εδώ παραλίγο να πηδήξει κ μένα να πούμε...
στη νορβηγία πάντως είναι τίνγκα στο 7-11, κ μάλλον με τα περιγραφόμενα ωράρια. κ μετά απ' τις 8 το απόγευμα είναι αδύνατον να αγοράσεις αλκοόλ εκτός μπαρ.
ε...είναι παίγνιον τυχερόν με ζάρια τύπου μπαρμπούτι, μπαρμίτζβα, μπαρ το αλαουάκ και τέτοια...
έχω να φτιάξω καιρό μακαρόνια σε ελληνόφωνο περιβάλλον, αλλά όταν το κάνω θα βάλω το νερό να βράζει κ όταν γίνει, πριν ρίξω τα μακαρόνια, θα βάλω κάνα bee gee's κ θα ανακράξω «τα μακαρόνια νά 'ναι ντίσκο» με την ασορτί χορογραφία.
αφού μου τις ξήλωσες ρε χαζό...χούχουχου
σε ισπανικό τπτ;
παλιότερα, οι οικιακές βοηθοί ήταν κατά κανόνα (;) φιλιππινέζες κ το «φιλιππινέζα» ήταν πρακτικά συνώνυμο του οικιακή βοηθός.
το παράδειγμα μυρίζει πατρινίλα. τόνους να βάζεις κ είσαι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
στα γαλλικά το σπασμένο τηλέφωνο λέγεται téléphone arabe, αραβικό τηλέφωνο.
οκ, όπως κ νά 'χει, δε νομίζω ότι τα παραδείγματα που δίνετε εσύ κ ο βράστας έχουν να κάνουν με τον ορισμό. όντως δεν είναι αργκό (οπότε δεν είναι κ το καλύτερο μέρος ίσως το σάη γι αυτό το λήμμα), είναι όρος της πολιτικής. έχει να κάνει με την αντίληψη ότι κάποιος μεταξύ ιεραρχικά ίσων θα βρεθεί να το κάνει κ όχι με το να αναθέτει κάποιος ιεραρχικά ανώτερος σε κάποιον ιεραρχικά κατώτερο μία εργασία.
ο ορισμός είναι σωστός, η λέξη υπαρκτή κ η έννοια διακριτή από τις υπόλοιπες που θα βρείτε σε λεξικά.
το δίπολο πάοκ-άρης το έχουν απαντήσει οι απαράδεκτοι. διαλεκτική υπέρβαση το λένε κ είναι απλό: πάοκ-άρης-ηρακλής, γκολάρες βάζουν καί οι τρεις.
για άμστελ-χάινεκεν θα συμφωνήσω ότι είναι κ οι δύο πάτος, αλλά η άμστελ είναι διακριτά πιο πάτος από την πράσινη. η κάιζερ είναι κομπλέ πάντως.
κ η φύρα μπιξ δεν είναι άσχημη. αλλά η άμστελ, ρε συ βίκαρε, είναι απείρως χειρότερη από την άθλια πράσινη. η άμστελ βαρέλι κάπως το διορθώνει.
χτες ψάρεψα το «τεκιλιακοί και ρακιαίοι».
στοιχηθείτε...ατενώς. μπράβο παιδιά. στήθος μέσα, κοιλιά έξω κ πάμε για μπύρες.
η μετάφρα του ιταλικού μου κάνει περισσότερο προς «χειρίσιμος», που κολλάει κ καλύτερα
καλά του κάνατε. ακούγεται επτανησιακό αυτό κ μ' αρέσει.
για λάθος μου φαίνεται ο ορισμός. δεν έχει να κάνει με εξουσία (;;) αλλά με την ιδιότητα του να είσαι γκέυ.
διάβασα κ την εκδοχή «βάζω δάνειο για να αγοράσω κάτι», οπότε χρειάζεται μάλλον γενικότερος ορισμός της χρήσης.
εγώ χτες γέλασα πάντως. ίσως βέβαια να φταίγανε οι στολίτσναγιες και οι ζουμπρόφκες κ τα λοιπά ξίδια. αλλά γέλασα.
κ παρήγγειλα να παίξουν αυτό τον σκόρπιονς που φυσάει κ παίρνεις ρέστα κ το παίξανε.
βελτιωμένη έκδοση:
σνιφάρεις λίγη ούχου κατά προτίμηση, ή ελλείψει ούχου καμιά λόγκο, κ πίνεις σφηνάκι ούζο.
είναι το λεγόμενο κολαούζο.
το «βοϊδάγγελος» υπάρχει γενικότερα;
μπεθ-βγεθ θα τους κάνουμε τους ορισμούς;
:Ρ