παιδιά σόρυ που παρεμβαίνω αλλά σε ενδεχόμενο ανασχηματισμό να μην ξεχάσουμε να αναλογιστούμε και το κουτί για τις ετυμολογίες, έτσι;
etymologia addenda est!
στάθηκα στους ώμους ασπόνδυλων
καλά και το ρετρό καμιά φορά έχει τη σημασία του (σημαίνει είμαι τόσο παλιός και βαρύμαγκας που δεν έκανα καν κόπο ν' αλλάξω ρεπερτόριο) αν και όντως το φλιτ είναι λέξη που δεν βγαίνει από μάγκικα χείλη...προς μικροκαμωμένος πιο πολύ ίσως επιβιώνει το άντε μη φτύξω και πνιγείς, ή πιο απλά - και παιδικά - το «αχρφτχιοού [ήχος χλέπας]... κολύμπα!»...
...γενικά όλα αυτά εξαρτώνται από την περίσταση και από αυτόν που το λέει και τα πιο πετυχημένα είναι τα αυθόρμητα αυτοσχεδιαστικά... πχ εμένα με άρεσε αυτό που φώναζε προς τους διαδηλωτές στην χτεσινή πορεία με τη ντουντούκα ο κουραδόμαγκας (και ενδεχομένως τακουνόμαγκας) ασπόνδυλος εν μέσω ματατζήδων «θα σε γαμήσω τόσο που θα φωνάζεις λευτεριά στις κωλοτρυπίδες»... έχει video στο tvxs.gr
Was ist der Affe für den Menschen; Ein Gelächter oder eine schmerzliche Scham.
Nietzsche
μήπως... μήπως εγώ δάσκαλε;
Θα μπορούσε ίσως να υποστηριχθεί ότι σε αντιπαραβολή με τον κατεστραμμένο που περιγράφει ο τζίζας, ο καταστραμμένος είναι μάλλον ο πεθαμένος, ο αμετάκλητα παρηκμασμένος, ο ανέσωστος, - με κάποια επικάλυψη των δύο στο θέμα της κατρακύλας λόγω χρήσης ουσιών. Ανάλογη η διαφορά του καμμένου χαρτιού από τον καμμένο σκέτο.
«...εάν όντως φτιαχτεί τέτοιο boy band προτιθέμεθα ως εταιρεία να υποστηρίξουμε την προσπάθεια με κάποια χορηγία» δήλωσε στην slangossip η υπεύθυνος PR της κοακόλα χελάς
και στ' αγγλικά παίζει τρελή αυθαιρεσία με το literally - υπάρχει κυριολεκτικά και σχετικό blog!
καλιαρντο-«σολοικισμοί» δεν είν' αυτά;
και στην Τουρκία ο εθνικός κορμός έχει για τους Λάζους (τους Τουρκοπόντιους ας πούμε) το εξής στερεότυπο: αρχέγονοι, πολεμοχαρείς, ξεροκέφαλοι, κάπως βλάκες, όχι καθαροί Τούρκοι (σας θυμίζει κάτι;)
μάνα μου ματζουράνα μου
το θες το σεντόνι σου mesακι....
βλ. και αγαπάμε.
Το φαινόμενο που περιγράφει ο Τζον έχει ξανασχολιαστεί στο παρόν λεξικό απ' τον τζίσους νομίζω, σε κάθε περίπτωση είναι τραγικός αυτός ο εκβιασμός της οικειότητας/λαϊκότητας, ο οποίος δεν ανεβάζει μόνο τις μετοχές του εκφέροντος μέσω γλυψίματος αλλά εμπεδώνει και το κλίμα «είμαστε όλοι [ποιοι όλοι; μα οι Έλληνες] μια εκτεταμένη παρέα από καλά παιδιά», απλά εμείς «τυχαίνει» να είμαστε σεμπρίλιτις, αλλά σε αφήνουμε να κοιτάξεις από την κλειδαρότρυπα τυχερέ τηλεθεατή και που ξέρεις, μπορεί μια μέρα κι εσύ να είσαι ένας από μας (νεοελληνικό όνειρο) .. κλασική περίπτωση η Μπίλιω Τσουκαλά.... το χειρότερό μου είναι όταν τους ξεφέυγει και λένε «του Μάνου του Λουϊζου»...
«ανεβαίνω Κρήτη» είπε ο Γαυδιώτης
ναι, θά 'χα γράψει αρχικά «κι εξεγιβεντίσανέ τονε» κι επόμεινε ο τόνος.... + με γιώτα!
ακραία καλό
να συμπληρώσω την πολύ εύκολη ανίχνευση των γυναικών αυτών καθώς διέρχονται πρώιμο στάδιο της μεταμόρφωσης σε ασεπατζούδες, ανίχνευση η οποία είναι αρκετά έυκολο να γίνεταιεις τα μέσα μαζικής μεταφοράς που ευνοούν την προσεκτική παρατήρηση:
απολύτως ανέμπνευστο ντύσιμο (π.χ. τζην πατελόνι σωλήνας και παπούτσια αυτά τα φλατ της μπεμπέκας με στρογγυλή μύτη που δεν ξέρω πως τα λένε) - απολύτως ανέμπνευστο μαλλί.
κράτημα σφιχτά εις το στήθος φακέλου περιέχοντα το απαύγασμα της πνευματικής παραγωγής των ΚΕΠ αυτής της χώρας, ομού με το βιβλίο του proficiency, τα σήματα, βοηθήματος προετοιμασίας του ίδιου του ΑΣΕΠ, ή κάποιου βιβλίου αυτοανάπτυξης
ατέρμονες συζητήσεις στο κινητό όπου επικρατούν ανερυθρίαστα οι εξής όροι της σύγχρονης vulgata: μόρια (ΑΣΕΠ), βεβαιώσεις, επικύρωση, μαμά, προϋπηρεσία, πιάνεται, δεν πιάνεται, πιστοποίηση, μαγείρεψες, βράδυ, μετάφραση (διπλωμάτων), τρέχω, πήγα, δεν πήγα, αναγνώριση (διπλωμάτων), εξετάσεις, μάθημα, έληξε, βγήκαν, δε βγήκαν/(αποτελέσματα), μονάδες, κλείσε, πάρε, ο Νίκος, προκύρηξη, ο Τάκης, η Μαρία, ο μπαμπάς, διορισμός, ΦΕΚ, σχολή, προθεσμία, η θεία, που είστε, καφέ, άδεια, κοιμήθηκα, καλά, μπα.
«Kill them all; let ΕΚΕΠΙΣ sort them out,»
ήρθε πάλι η κυρά-Κατρίνα....
ποινικό - πολιτικό 1-0
τά σπασε baznr
Αυτό που εννοούσα γράφοντας “επιθετικός, για την ακρίβεια, πλιατσικολογικός” ήταν ότι ο χαρακτηριστικός επιδειτικός πουριτανισμος των θειτσών αυτής της χώρας δεν είναι μια μάχη υπέρ βωμών αλλά έκφανση ενός habitus (φτου κακα) συσσωρευμένων και επιτακτικών διεκδικήσεων νομής της εξουσίας και των πόρων της. Αυτό που λέμε “βγήκε πάλι μια θείτσα και έκραζε...” δεν είναι απλά κάτι γραφικό αλλά μια “πολιτική” = πλιατσικολογική πράξη.
Τώρα για τα ιστορικά φασιστικά καθεστώτα δεν ξέρω πώς να το σχετίσω, σε κάθε περίπτωση ένα μείγμα “εκσυγχρονιστικών/προοδευτικών” και “συντηρητικών” ιδεών ήταν με σταθερά τον αντι-διεθνισμό και τον αντικομμουνισμό τους, καθώς και την εξύμνηση της “θείτσας-ως-μάνας” βεβαίως.
Τέλος πάντων θεωρώ ότι αυτό που διακρίνει και χαρακτηρίζει δεν είναι ο “πουριτανισμός” - τον οποίο μοιράζεται με την γιαγιά, τη γιαγιούλα, την κυριούλα (οι οποίες μπορούν να είναι και να κάνουν ειλικρινώς όλα αυτά που γράφει ο ΑΛΛΟΣ και το 5. που εσύ γράφεις, και γι΄αυτό στον ανώδυνο τομέα της ένδυσης – συγχώρεσε μου προς στιγμήν την ασέβειά μου για την “επιφάνεια” - μπορούμε να λέμε σχεδόν αδιακρίτως θείτσικο, γιαγιαδίστικο, κυρατσέ κλπ) αλλά τα κατά συνθήκη ψεύδη τους, που περιπτωσιολογικά έχουν τις εξής ιδιότητες – σκορποχώρι: α) υποκρισία: θείτσα είναι αυτή που λέει στην εκκλησία “ν' αγιάσει το στόμα του του Δεσπότη που λέει για τις προγαμιαίες σχέσεις” και να επαίρεται στη γειτονιά για το γιό της το γαμίκλαή αυτή που λέει για τους αναπήρους “άνθρωποι είναι κι αυτοί” αλλά άμα τύχει στη φαμίλια της να προκρίνει περίπου κωσταλεξικές μεθόδους β) μεταπόπιση: μπορεί να την ενοχλεί όντως που η κόρης της κυκλοφορεί σα πόρνη, αλλά για να ξεχαρμανιάσει να βρίζει τους μετανάστες και τα πρεζάκια δηλώνοντας έτσι και την εκλογική της διαθεσιμότητα γ) πρωταρχική αξία, μέτρο των πάντων και πνευματικός ορίζοντας ο βιοπορισμός το λαδάκι να βγαίνει... η ντοματούλα... καμιά ελίτσα... για τη φαμίλια, ακόμα και επί πτωμάτων.
αυτό έχει χαρακτηριστεί και ως μεταδομισμός υψηλών οκτανίων
καλως ξαναήρθες ππουστόπαιδο και όπως είχε πει και ο βράστα «Αναμένουμε από σένα πολλά γύρω από την Κυπριακή σλανγκ ;-)»
για τον πεζεβέγκη τούρκος φίλος μου που το χρησιμοποιεί κατά κόρον μου έχει πει ότι στα τούρκικα είναι ο νταβάς...
τι παίζει;
συμφωνάω με Hank και νομίζω ότι ο ορισμός δεν αποδίδει ακριβώς το περιεχόμενο και τις λεπτές νοηματικές αποχρώσεις του όρου γιατί εγκλωβίζεται στο πουριτανικό στοιχείο του συντηρητισμού της θείτσας. Αυτός όμως ο συντηρητισμός έχει κι άλλες διαστάσεις που είναι και ειδοποιοί διαφορές σε σχέση με άλλους όρους που αφορούν τις ηλικιωμένες γυναίκες.
Ο συντηρητισμός της θείτσας δεν είναι στο βάθος του αμυντικός υπέρ της παράδοσης αλλά επιθετικός, για την ακρίβεια, πλιατσικολογικός: χαρακτηριστικό του δεν είναι η προσήλωση στις παραδοσιακές («συντηρητικές») αξίες αλλά η επιθετικότητα με την οποία η θείτσα κατά συνθήκη υπερμάχεται αυτών των αξιών επειδή ενστικτωδώς γνωρίζει ότι έτσι μπορεί να έχει πρόσβαση στη μια πλευρά της εξουσίας. Και λέω κατά συνθήκη γιατί πολλές φορές όντως “αφήνεται στην τύχη της, δηλαδή στο να παρακολουθεί στωικά την κατρακύλα της κοινωνίας μας”, όχι όμως επειδή “ελπίζει ότι θα βρεθεί κάνας άλλος να τον υπερασπιστεί καλύτερα” αλλά επειδή “ενστικτωδώς” (δηλαδή από τα μικράτα της) ξέρει ότι οι συντηριτικοί άνδρες προτιμούν οι γυναίκες “να μην ακούγονται ούτε για κακό ούτε για καλό” που έλεγε και ο Πέρι, και ότι η μεγαλύτερη υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν στις αξίες τους [δηλαδή, στην παράταξη με την ευρεία έννοια στην οποία έχουν φύσει και θέσει βρεθεί και η οποία συμπτίπτει με το οικογένεια, θρησκεία, πατρίδα – βλ. ΑΓΑ.ΠΟ.] είναι να βάλουν τις τσίτεςκαι μετά να το βουλώσουν και να αφήσουν τον άντρα τους ή τον αρχηγό του κόμματος να τα πει [βλ. και κατίνα, νυθείτσα].
Συντηρητική είναι και η θείτσα αλλά και η “κυριούλα” [ όρος που μπορεί να είναι προϊόν της υποκοριστικομανίας της εποχής αλλά αποδίδει μια λεπτή διαφορά], μόνο που η πρώτη είναι μονόμπαντα τέτοια, ενώ η “κυριούλα” διαβλέπει και την ανθρωπιστική διάσταση στα ζητήματα και μερικές φορές την προκρίνει έναντι της διατήρησης της παράδοσης. Ανάλογη και η διαφορά ανάμεσα στη γιαγιούμπα και τη γιαγιά.
Τώρα η θείτσα είναι αντιθεωρητική με την έννοια ότι στόχος της υποτυπώδους της νοητικής λειτουργίας είναι όντως η διατήρηση της πρόσβασής της στην συντηρητική εξουσία με την ελάχιστη δυνατή σκέψη/πράξη και με τη μετά βδελυγμίας απόκρουσης κάθε αναστοχασμού. Κυρίως όμως είναι αντιδιαλεκτική. Όχι με την έννοια μόνο ότι δε θέλει [και δεν είναι της στόφας της] να συνδιαλλέγεται, αλλα κυρίως με την έννοια ότι καταφάσκει και αντιλαμβάνεται τα πράγματα σύμφωνα με ένα “ελέω παρελθόντος” και αυτάρκη συντηρητισμό της εξουσίας ο οποίος είναι απροβλημάτιστος, όπως τον συντηρητισμό του Μακιαβέλι, και όχι όπως το διαλεκτικό συντηρητισμό του Hegel.
=very cool
kewl o jesus
Λοιπόν, το παραπάνω βίντεο προέρχεται σύμφωνα με το έγκυρο blog trashmania.wordpress από την ταινία
Ο Θερμόπληκτος Κολοσσός της ΑΡΜΕΞ [1987] με υπόθεση ΑΠΟΛΥΤΑ WTF
Ο Μανωλάκης είναι ένας άνεργος αρχιτέκτονας-πολεοδόμος. Ο αδερφός του που είναι “στα μέσα και στα έξω” τον διορίζει σε μια δημόσια υπηρεσία, την ΑΡΜΕΞ. Μόλις ο Μανωλάκης αναλαμβάνει καθήκοντα, ο διευθυντής του, πρώην τρόφιμος των φυλακών, του αναθέτει την ανέλκυση του ΚΟΛΟΣΣΟΥ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ!
ευχαρστούμε όλους όσους μας επαινούν, μια παρατήρηση μόνο @allive: η άνοδος του σλανγκόμετρου δεν είναι ο στόχος της φραπε σλανγκόσιπ γιατί αυτή μπορεί να είναι λογιστική και λόγω κλίματος - επίπλαστης - ευδαιμονίας στην αγορά στο οποίο ομολογουμένως συμβάλει η σλανγκόσιπ... ο πραγματικός όμως στόχος της σλανγκόσιπ είναι η ξεκούραση του παραγωγού εκείνου που συμβάλει στην πραγματική οικονομία - και το σφίξιμο της ομάδας μέσω inside jokes & water cooler organisational culture
α) το μη σκόπιμο του να «ακούς/γροικάς» μια μυρωδιά και η παράμετρος της εστίασης είναι πολύ εύστοχες παρατηρήσεις, ωστόσο, στην Κρήτη το μυρίζω με ενεργητική διάθεση δεν υπάρχει (ακόμα και μετά από επισταμένο μύρισμα, κάποιος λέει «επά γροικάται μια γκζυδίλα» ή δίκην προστακτικής «γροικάς μρε μια γκζυδίλα;»
β) γενικά τα ερεθίσματα από απόσταση που δεν έχουν να κάνουν με όραση αποδίδονται με το ακούω/γροικώ
γ) ωυπάρχει και το «γροικώ ποναλάκια/σουβλιές», «γροικώ μια γκρυγιότη [κρύο]», όχι, όμως, φαγούρα (λέξη που δεν υπάρχει στην Κρήτη), ίσως επειδή είναι σαφέστερη και πιο εστιασμένη συνήθως από τον πόνο αλλά και επειδή - κυρίως - υπάρχει το «με ξ(ι)εί ο πόδας μου» ή συνηθέστερα «με τρώει ο πόδας μου» και ο κώλος μου....
και ποια είν' η τζόρτζια;
έλεγα δεν, αλλά που, μπορεί;