Με τα σχόλια νιώθω ότι εμβαθύναμε λιγάκι στην κουφάλα (ινσέψιο)
Το μήδι από πάνω δεν είναι χαρακτικό, βέβαια...
Μάλλον κατ' αναλογία (ως προς το ενεργητικό νόημα) με το αφάγωτος = όχι αυτός που δεν έχει φαγωθεί, αλλά αυτός που δεν έχει φάει.
Clarinus Neoliberalis Unapologeticus.
Άσχετα (;) μεν με το σταλίζω αλλά κάργα ενδιαφέροντα για κάποια παραλληλία πιτσιλιάς - νέων αρσενικών ζώων του κοπαδιού γράφει ο Εμίλ ο Μπενβενιστ καλά να είναι εκεί που είναι ο άθρωπος. Εδώ, κάτω κάτω.
Κύριε Ζάκκη, επειδή έχουμε ανάλογους προβληματισμούς, καταχρώμαι την φιλοξενία σας και ζητώ να μου λύστε μιαν απορία. Το δημώδες δίστιχο από το τραγούδι "τούρνα, τούρνα" που λέει:
άλλος σε λέει μέλισσα, κι άλλος σε λέει σφήκα,
έχεις της σφήκας το κεντρί, της μέλισσας τη γλύκα.
δεν είναι κατ' εσάς μια σιχαμερή παραπομπή στην εντομοφαγία;
Με βάση τα όσα γράφει ο βίκαρ και τα οποία παραθέτω...
Αυτά εγώ τα ξέρω καλικαντζούρες εντωμεταξύ, και παίζουνε πολύ και στο ίντερνετ (και όχι μόνο ως λέξη...). Νά μια πρόσφατη επίσημη εμφάνιση:
Ο Μέλερ άρχισε να ξεφυλλίζει μιά μεγάλη ατζέντα, έγραψε κανα δυό καλικαντζούρες σ' ένα χαρτί και το έδωσε στον Γέλμ.
Άρνε Ντάλ, «Μίσος και αίμα», Μεταίχμιο 2012, μετάφραση Γρ. Κονδύλη
Υπάρχει και αυτό το βιβλίο που μιλάει για τη φράση, αλλα δέν το έχω -άν κανένας χριστιανός, ας μας πεί.
Τα καλικαντζούρια ως τύπος είναι ουσιαστικά ήδη παπαδιαμαντικός, με τη σημασία όμως «καλικάντζαροι».
Ἡ Πλανταροὺ ἤρχισε τότε νὰ μέμφεται πικρῶς τὸν υἱόν της διὰ τὴν τόλμην καὶ τὴν ἀποκοτιά του. Τί ἤθελε, τί γύρευε, τέτοιες μέρες, νὰ κάμῃ ταξίδι; Δὲν ἄκουε, ὁ βαρυκέφαλος, τὴ μάννα του, τί τοῦ ἔλεγε. Ἀκόμη τὰ Φῶτα δὲν εἶχαν ἔλθει. Ὁ Σταυρὸς δὲν εἶχε πέσει στὸ γιαλό. Τὸν ἀβάσταχτο εἶχε; Δὲν ἐκαρτεροῦσε ὁ ἀπόκοτος δύο τρεῖς ἡμέρες, νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά, ν᾽ ἁγιασθοῦν οἱ βρύσες καὶ τὰ ποτάμια, νὰ φύγουν τὰ σκαλικαντζούρια; Καλὰ νὰ πάθῃ, γιατὶ δὲν τὴν ἄκουσε.
Αλ. Παπαδιαμάντης, «Φώτα - ολόφωτα», 1894, απο δώ
πηγή: καλικαντζούρια
...δέον ίσως όπως θεωρήσομε ότι:
α) οι της πάνω Ελλάδος "αποφάσισαν" να χρησιμοποιούν για τον κακό γραφικό χαρακτήρα λέξεις που σήμαιναν "καλικάτζαροι" (λόγω του ασουλούπουτου σχήματος, που γράφει και η Γκαλάντριελ)
β) οι καλικατσούνες είναι κρητικοποίηση (πως λέμε εξελληνισμός) των καλικα(ν)τζούρων, επειδή όπως φαίνεται εμείς οι Κρητικοί (και οι Κύπριοι) αγαπούνε το μόρφημα κατσούν- κι αυτό ακούγανε όταν οι λοιποί λέγανε καλικα(ν(τζούρες.
Κι αν θυμώσει το μουνί, τον πούτσο κλαίγανε
Εμένα ξεροσφύρη με βάση τα παραδείγματα που δίνεις το σφαντάζω μου ακούγεται να προέρχεται από το σφαδάζω και το σφανταξό ίσως από παρεπίδραση από το φαντάσσω - φανταξό.
Στην Κρήτη, το ανάλογο ρήμα προς το σφαντάζω είναι το "(μ)πλαντώ" (στην υπόλοιπη Ελλάδα δε λέγεται να "σκάσεις και να πλαντάξεις";). Δηλαδή με καταλαμβάνει μεγάλη στενοχωρία, αγανάκτηση, είμαι σε ψυχολογικό αδιέξοδο, "ασφυκτιώ", και οι άλλοι αδιαφορούν (σημαντικό αυτό με την αδιαφορία των άλλων). Στην Κρήτη, λοιπόν, το (μ)πλαντώ υπάρχει σε πιο πολλές μορφές, ίσως, από την άλλη Ελλάδα, καθώς λένε: "δε μπορώ επαπέρα στη ξενιτιά, (μ)πλαντώ" ή "ε(μ)πλάνταξα μέσα στο σπίτι" ή και "από την πείνα" όπως λές κι εσύ για το σφαντάζω.
Σωστή. Υπάρχουν πολλά δίκοσμα. Πούτσα - μουνί έχει τα πρωτεία. Παθητικός - ενεργητικός έχει μια εμβέλεια. Κομμουνισμός - καπιταλισμός τελικά δεν είναι αλληλοαποκλειόμενο, απλά αποκλειόμενο. Το πρότυπο όλων ασφάλουσλυ είναι το και την πούτσα στο μουνί και την ψυχή στον παράδεισο
πάντως εγώ το καταλάβαινα περίπου ως εγκώμιο του αμφισεξουαλισμού, τη δυνατότητα να γνωρίσεις the best of both worlds, σε αυτό το σημασιολογικό φάσμα κι όχι συντεχνιάρικα, αλλά τα παραδείγματα με πείθουν.
Το "λεβέντο-" θα το χαρακτήριζα ως "παράξενο ελκυστή" της σλάνγκ, με την έννοια ότι δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει "παράξενος ελκυστής".
Δεν ξέρω για το ποιες ώρες φαντάσσουνε περισσότερο, το απόγευμα - σούρουπο παίζει σίγουρα. Από την άλλη οι ιστορίες συνάντησης με τον ίδιο το διάολο είναι νομίζω οι περισσότερες νυχτερινές. Στο παράδειγμα που βρήκα ο τύπος λέει ότι το μεσημέρι βγαίνουνε οι γενίσταροι... . Λέτετο μεσημέρι να φαντάσσει κι αυτό πολύ; Ο Νίτσες είχε μανία με το μεσημέρι, την ώρα του πιο μικρού ίσκιου. Λέτε να τον πίεζε κι αυτόν η γιαγιά του να την πέφτει για ύπνο το μεσημέρι αντί να γυρνοβολάει στον ήλιο ντάλα; Ερωτήματα, ερωτήματα...
Τα παραπάνω ισχύουν για τα ξηρά κλίματα των νησιών του Αιγαίου και την Κρήτη, προφ.
Καλό ΔονΜήτσε. Μα πόσο καταστροφικές πρέπει να ήταν για τα σιτηρά οι βροχές του Μάη! Πάρα πολύ! Btw, συχνά λέγεται μια παροιμία λάθος. Η παροιμία - μαντινάδα λέει, υποτίθεται:
Σαν κάμει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μαής άλλο ένα,
χαράς τονε το γεωργό που χει πολλά σπαρμένα.
Όμως, αυτή είναι η οπτική του κατοίκου του άστεως που θέλει να επιμηκύνει τη δροσιά της άνοιξης. Και επειδή τη λαογραφία την κάνουν κυρίως κάτοικοι του άστεως, η παροιμία έχει καταγραφεί πάμπολλες φορές στην λάθος παραπάνω μορφή. Η σωστή ήταν:
Σαν κάμει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα,
χαράς τονε το γεωργό πού χει πολλά σπαρμένα.
Με άλλα λόγια, ένας ήπιος σχετικά Μάρτης κι ένας δροσερός και όχι άνυδρος Απρίλης ήταν το ιδανικό. Βροχές το Μάη = σαπίλα.
Δεν το έχω ακούσει Κρήτη. Ετυμολογία από το όμβρος ίσως. Δεν είναι σλανγκ, όπως έλεγαν οι παλαιινοί ;-)
@παρασυνταξίες: και πολύ καλά έκαμες που το ανέβασες.
απ, με πρόλαβες δον
Κτηνοτροφοσλανγκ, γιατί τα πρόβατα και τα κατσίκια κατά βάση σταλίζουνε το μεσημέρι κάτω από συγκεκριμένα παχιά δέντρα για να προφυλαχτούνε από τον ήλιο και να ξεκουραστούνε. Σταλίστρα λέγεται και σήμερα στην Κρήτη το μέρος που τα ζώα μαζεύονται, και εκεί βάζουνε συνήθως οι βοσκοί ποτίστρες και ταγίστρες. Αρχαία λέξη από το ελληνιστικό σταλή = τόπος συγκέντρωσης κοπαδιού. Σχετικό και το ξεροσταλιάζω = δηλαδή σταλίζω χωρίς όμως νερό.
Αλλά το αν το σταλίζω έχει τελικά κάποια σχέση με το στάλα, (έστω και βαθιά), δηλαδή αν η σταλή και η στάλα έχουν ετυμολογική συγγένεια, είναι (μου φαίνεται εμένα δηλαδή) μπερδεμένο, καθώς το ψάχνω και θέλει φελόλογο
Nαι! Λείπει ένα ιώτα! θενκου χαν.
Μεταξύ δόκιμου και αδόκιμου, το δοκιμαστικό/δοκιμαζόμενο. πς / πςςς
ΔονΜήτσε σε νιώθω για τη συγκίνηση που φανερά σου προκαλεί η ποιητικότητα της λέξης. Προσωπικά θεωρώ από τους πιο ωραίους έβερ στίχους που έχω ακούσει τον ακόλουθο, από ένα ριζίτικο, στο οποίο ένας καβαλάρης προσφωνεί το άλογό του :
"Μαύρε μου γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη".
Το ριζίτικο όλο είναι:
Ξένος εκαβαλίκεψε να πάει στην οδό-ν-του
πιάσαν τον μερες βροχερές κι οι νύχτες με τα χιόνια
δεν είχε με τα ποιο μιλεί με ποιο να ροζονάρει
κι εμίλιε με το μαύρον του και ροζονάριζέ του:
- Μαύρε μου γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη,
πολλές φορές με γλύτωσες κι από πολλές φουρτούνες
κι αν με γλυτώσεις κι απ' αυτή μαύρε μου τη φουρτούνα
τα δυο σου πέταλα χρυσά εγώ θα σου τα κάμω
τα δαχτυλίδια τση ξανθιάς μπρόκες θα σου περάσω.
Δημοτικό τραγούδι (λέγεται σίγουρα σε Αιγαίο και Κρήτη)
Ξένε σα θες να παντρευτείς
γυναίκα για να πάρεις
έλα ρώτησε και μένα,
να σου πώ ποιά 'ναι για σένα.
...
Χοντρή γυναίκα να μην πάρεις,
το βουτσί του ταβερνιάρη
το βουτσί του ταβερνιάρη,
μεθυσμένο κουμαντάρει.
...
Στα κατιμάς, ο φρέντο γεννήθηκε από το κεφάλι του φραπέ.
Πςς!