Έλα ρε παίδες τώρα, «γιατί θάφτηκε»... Να καταχωρίζεις στο σλάνγκ τζι άρ ρατσιστική λέξη, είναι σάν να είσαι κυβερνητικός και να ρισκάρεις το πολιτικό κόστος μιάς καθόλα λογικής απόφασης.
Τώρα να ξαναθίξω το ζήτημα της αντικειμενικότερης αξιολόγησης λήμματος-ορισμού; Ή όχι;...
Πρόσεχε μόνο με τις «πρώτες ώρες στο σάιτ», γιατι αύριο Δευτέρα... :-)
Σοφός!... Τί «σοφός», θυμόσοφος!
Βράστα τα σέβη μου, τίποτ' άλλο.
Ο ορισμός συνεπώς αρμόζει μάλλον στο μοιρασιά;...
Πάντως, μία απλή αναζήτηση στο γκούγκλ δικαιώνει και τον/την βαΐτσις. Πιχί,
«Θέλαμε τα παιχνίδια πόκερ στην ταινία να είναι ‘έγκυρα’, οπότε βασίσαμε την κάθε ‘χαρτωσιά’ σε αληθινή χαρτωσιά, που είτε είχε γίνει σε παιχνίδι τουρνουά είτε είχε παιχτεί σε αληθινό παιχνίδι με λεφτά», δηλώνει ο σκηνοθέτης. «Ήμασταν πολύ τυχεροί που πήραμε κοντά μας τον Ντόιλ από νωρίς, ως σύμβουλο σε θέματα πόκερ. Εξέταζα επιμελώς την κάθε χαρτωσιά μαζί του –τη σειρά των χαρτιών και το στοίχημα– παίρνοντας τη συμβουλή του και κάνοντας προσαρμογές. (απο εδώ)
ή:
Το να μπλοφάρετε κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού είναι πολύ σημαντικό, επειδή σας κάνει απρόβλεπτο. Εάν πάτε πάσο μόνο όταν έχετε κακή χαρτωσιά, ή βάλετε/αυξάνετε στοίχημα μόνο όταν έχετε καλή χαρτωσιά, τότε οι προσεκτικοί παίκτες θα πλεονεκτούν εναντί σας. (προσωρινό λινκάκι εδώ)
Ακόμη, το λεξικό του ίν τζι άρ μεταφράζει πιχί το poor hand ως «κακή χαρτωσιά» (δείτε εδώ). Φαίνεται πως σήμερα η λέξη όντως χρησιμοποιείται και ως συνώνυμη του μοιρασιά.
Σαχλή, έ σαχλή... :-Ρ
Όχι, χώσ' το.
Αλήθεια καιρό ηθελα να το ρωτήσω αλλα ξεχνούσα το μαγίστρος τονίζεται εσκεμμένα στην παραλήγουσα (αντί για το καθιερωμένο «μάγιστρος»);
Βέβαια, ο Τριανταφυλλίδης δίνει ενδιαφέρουσα ετυμολογία σχετικά με τον τόνο (δείτε εδώ).
Σωστός ρε παυλέας. Και τί εξειδικευμένο ρε σύ, πλάκα κάνεις; Απ' τα «σλανγκολειτουργικά» μας πάντως (ςικ :-Ρ), πολύ ευρύτερα χρησιμοποιούμενο.
Ωραίος ο κνάσος.
Για τη χρήση της λέξης στη βόρεια ελλάδα, όπως τα λέει το πονηρόσκυλο τα ξέρω κι' εγώ. Θά 'λεγα μάλιστα οτι κυρίως την έχω ακούσει τη λέξη να χαρακτηρίζει εδέσματα (ψάρι, ένα κομμάτι κρέας...).
Επιφυλάσσομαι επίσης αν είναι πολύ διαδεδομένη η λέξη. Θά 'λεγα οτι παραείναι παλιάς κοπής --πέρα 'πο λαϊκούς και καλά τύπους, δέν την έχω ακούσει απο μικρές ηλικίες. Κάνω λάθος;
[«μέα κούλπα»;... ορίστε μας... εδώ μιλάμε σοβαρά για μουσική, κι' η άλλη σκέφτεται τον κόλπο της... βρε καλά τα λέει ο τσιώλης...]
Μές, το Τέικ μι του δε μούν είναι απ' τα τζαζέστερα στανταράκια βασικά.
Σε συλλογές στανταρακιών, τα λεγόμενα «φέικ μπούκ» (όχι φέις μπούκ), βρίσκεις μέσα το Γιέστερντεϊ (Μπίτλς), το Αμέιζιν γκρέις (παραδοσιακό) και άλλα «μή τζάζ» --μή με βάζετε να ψάχνω τώρα.
Και βέβαια, έχεις καινούργιους τζαζίστες να το γυρνάν ξανά στην πόπ (Μέλνταου, Μεθίνι, Δε Μπάντ Πλάς...) και να παίζουνε κομμάτια απο Νίκ Ντρέικ, Νόρα Τζόουνς, Νίλ Γιάνγκ, Ντέιβιντ Μπάουι, Πίξιζ, Ρέντιοχεντ, Σάουντγκάρντεν, Νιρβάνα και ένα σωρό άλλα, κάποια απο τα οποία μπορεί σε πενήντα χρόνια να θεωρούνται στανταράκια απο τους μελλοντικούς τζαζίστες. Άλλωστε, αυτά που τώρα θεωρούνται στάνταρ, συντέθηκαν σε δεκαετίες που δέν υπήρχε ακόμα καλά καλά ρόκ...
Για διαλυτικά με τόνο, πατάμε επίσης δεξί άλτ και τόνο, και κατόπιν το γράμμα. Έτσι ακριβώς άλλωστε το πληκτρολόγησε και η πειρατίνα επάνω, άλλο αν λέει για σίφτ και ντάμπλιγιου...
Μ, ναί, άν και δέν θα τό 'λεγα τζαζάκι το συγκεκριμένο. Σίγουρα, παίζουν πολλά στανταράκια που δέν είναι τζάζ, αλλα είναι πίχί ρόκ (σμόουκ όν δε γουότερ), ή πόπ (γιέστερντεϊ) και τέτοια... Και φυσικά, τα περισσότερα 'π' αυτά έχουν ερμηνευτεί και τζαζιστικά.
Τελικά, δίκιο στη Μές, με την έννοια οτι ο όρος προέρχεται μέν απο την τζάζ αργκό, αλλα δέν αφορά αποκλειστικά τζάζ κομμάτια.
Και τί είναι «τζάζ» όμως;... Και τί 'ναι «αργκό» απ' την άλλη; (ούπς)
Όντως ρε Γκάτζ! Μου ξέφυγε καί αυτό, οτι δηλαδή πρόκειται για κεφαλλονίτικη κατάληξη επιθέτων... Αλήθεια, μόνο κεφαλλονίτικη ή επτανησιακή γενικότερα;
Με την ευκαιρία, να δηλώσω οτι ο σκαφάτος του Γκάτζ ήταν ουσιαστικά και η έμπνευση του παρόντος --διαβάστε και θα καταλάβετε.
Θα μας διαφωτίσει τελικά κανένας λατινομαθής στην ερώτησή μου παραπάνω; Η βιαστική άγρα που έκανα χθές σχετικά στο διαδίκτυο δέν βόηθησε.
Αγγλιδόπουλο λοιπόν το Λίλιαν; Ή έλαχε στη γηραιά αλβιόνα απλά για φωτοσούτιν;
Χμμ... Το αστείο θα έστεκε ως «υπάρχουν δύο είδη γκομενών, οι γαματές κι' οι γαματέες», γιατι η πρώτη κατάληξη δέν είναι -τος αλλα -τός.
[τριτοδεσμίτες... πού μάτι για τη λεπτομέρεια... ... ... ... χμμ... !...]
Ρε σύ, ωραίο το αστείο πάντως!... :-Δ
[πρωτοδεσμίτες... πού μάτι για την ουσία...]
Όντως, κι' εγώ το ξέρω να σημαίνει «τα παίρνω», «τσαντίζομαι». Και «τρελαίνομαι» βέβαια, με αυτήν όμως τη σημασία πάλι.
:-)
Η οικογένεια (βάζω) [μέρος του σώματος] [θέση] πάντως έχει και άλλα μέλη, αρκεί να ερμηνεύσεις την [θέση] γενικότερα: (βάζω) το χέρι στην τσέπη (=συνεισφέρω οικονομικά), (βάζουμε) τα μυαλά στα μίξερ (=τρελαινόμαστε, η γνωστή γηπεδική ιαχή) και ίσως και άλλα που δέ μού 'ρχονται.
Και αλήθεια, πού είν' οι κύπριοι στο σάιτ; Γιατί δεν μπαίνουν να μας διαφωτίσουν για την κυπριακή αργκό; Ή μήπως στην κύπρο μιλάν ολοι καλαμαρίστικα;... :-Ρ
Ά ρε τζίζα, είσαι ρε θεατρική φύση είσαι... :-)